Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007

"Αφού εγώ νιώθω καλά!"

Πριν από μερικές ημέρες, ένας συνάδελφος, ειδικευόμενος στο νοσοκομείο μας, μου είπε: «Έχω σκεφθεί να σας φέρω να δείτε τον πεθερό μου, είναι 68 χρονών, έχει διαβήτη, υποτίθεται ότι παίρνει κάποια χάπια, αλλά είναι εντελώς αρρύθμιστο το σάκχαρο του. Το σκέφτομαι πολύ να του πω να έρθει γιατί θα σας σπάσει τα νεύρα, όπως τα έχει σπάσει σε μένα και στην κόρη του. Δεν κάνει τίποτα για το σάκχαρο του και όταν του το λες σου απαντάει: Ξέρω εγώ – λίγο αν προσέξω θα το ρίξω».

Από το ύφος της παραίτησης και της αγανάκτησης του συναδέλφου καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος τους είχε κουράσει, ότι το ενδεχόμενο να πάθει εγκεφαλικό ή κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο – έχει και υπέρταση – και να γίνει η οικογένεια άνω κάτω, πλανιόταν σαν απειλή.

Του είπα ότι ήθελα να τον δω, του έκλεισε ραντεβού και χθες ήρθε στο νοσοκομείο.
Περιγράφω εδώ την όλη διαδικασία, μαζί με τον δικό μου προβληματισμό, γιατί βρίσκω ότι αποτελεί μια πολύ χαρακτηρολογική περίπτωση που αφορά πολλούς ανθρώπους.

Ο πεθερός του συναδέλφου ήταν ένας, όπως λέμε «πολύ καλοστεκούμενος κύριος», που έδειχνε νεώτερος από την ηλικία του. Κάθισε απέναντί μου με το ύφος που έχουν οι άνθρωποι που τους έχουν φέρει (η πολλή γκρίνια κάποιων συγγενών) και που περιμένουν να ακούσουν μια από τα ίδια, να ευχαριστήσουν και να φύγουν.

Πράγματι άλλοτε έπαιρνε τα χάπια άλλοτε όχι, ήξερε ότι έπρεπε να τρώει συχνά και μικρά γεύματα, αλλά «να εχθές ήμουνα όλη την ημέρα νηστικός, το απόγευμα κάποιος έφερε στο μαγαζί πίττες και έφαγα τέσσερα μπορεί και πέντε κομμάτια».


Ένοιωθα τον συνάδελφο που καθόταν δίπλα να σκέφτεται « αν είναι δυνατόν, ρεζίλι θα με κάνει!»

Και όμως ο άνθρωπος που είχα απέναντι μου φαινόταν, έξυπνος, γεμάτος ενεργητικότητα, παρά το ότι είναι στη σύνταξη πηγαίνει κάθε μέρα και εργάζεται στην επιχείρηση συγγενούς του, για να μην κάθεται. Αθλητής στα νιάτα του με καριέρα διεθνή, φροντίζει τώρα να κινείται όσο μπορεί.

Δεν έχει σημασία εδώ, να περιγράψω όλη τη στιχομυθία, αυτό που νομίζω ότι έχει σημασία, είναι το ξέσπασμα του στην δική μου αντιμετώπιση, που δεν τον είδα σαν ένα απείθαρχο ασθενή αλλά σαν άνθρωπο που νοιώθει καλά και θέλει να ζει σαν να μην έχει τίποτα.

«Δεν φοράω ποτέ μου παλτό, δεν ξέρω τι θα πει κρυολόγημα», «δεν κουράζομαι όσο και να δουλέψω», « αισθάνομαι γερός» κ.τ.λ. ήταν μερικά από όσα, με κρυφή υπερηφάνεια, μου είπε.

Το να πάρει χάπια, να φάει σε συγκεκριμένη ώρα, να υπολογίσει πόσο θα φάει κ.τ.λ., καταρρίπτει την εικόνα που έχει για τον εαυτόν του: είμαι γερός είμαι δραστήριος , δεν γερνάω δεν έχω τίποτα.

Όσο τα παιδιά του τον κυνηγάνε για να μην πάθει, τόσο αυτός πρέπει να αποδείξει ότι αυτός δεν κινδυνεύει και ας έχουν αρχίσει οι δικοί του να τρέμουν το εγκεφαλικό.

Σε ένα αρχικό σχόλιο ο ‘ναυαγός’ έλεγε αναφερόμενος στον πατέρα του που έχει διαβήτη και δεν αλλάζει τις συνήθειες του: « Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να βελτιώσει τη ζωή του και τον προσδόκιμο όρο ζωής. Συνήθως όμως η ισχύς των επιχειρημάτων μου εξαντλείται μερικές μόνο ημέρες μετά το πέρας των αλλεπάλληλων αγγειοπλαστικών που έγιναν τα τελευταία χρόνια...»

Πράγματι είναι πολύ δύσκολη μια αποτελεσματική προσέγγιση. Αυτό που νομίζω ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικό είναι να αραδιάζει κανείς τα ιατρικά επιχειρήματα του τύπου : θα πάθεις τούτου και το άλλο αν δεν κάνεις ότι σου λένε….


Στο κάτω-κάτω οι άνθρωποι κατά τεκμήριο, ξέρουν τι μπορεί να πάθουν, δεν περιμένουν από εμάς να τους το πούμε. Και αν δεν το ήξεραν, τους το έχουμε πει αρκετές φορές μέχρι τώρα.

Κατά τη γνώμη μου, η αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας, σαν αυτή του ασθενούς μου δεν εξηγείται με το να πούμε ότι αρνείται την ύπαρξη του προβλήματος.

Πιστεύω ότι δέχεται την ύπαρξη του προβλήματος, αλλά θεωρεί ότι ο ίδιος είναι δυνατότερος και δεν θα νικηθεί. Από την καθημερινή επιβεβαίωση, («και σήμερα δεν μου συνέβη τίποτα, παρά τα όσα λέτε!»), αντλεί δύναμη και ζωντάνια.

Νομίζω όμως ότι, από το να παραθέσω θεωρίες, είναι πιο ουσιαστικό και ενδιαφέρον να ακουσθεί πώς τοποθετείται ο καθένας μας απέναντι στο θέμα: «έχω πρόβλημα υγείας, παροδικό ή μόνιμο και μου ζητιέται να κάνω κάποια πράγματα γι αυτό»




12 σχόλια:

Zontas είπε...

Παρότι δεν είναι αυτό που ζητάς εγώ θα πω και πάλι μια θεωρία, μάλλον μια ιστορία, αλλά όλες οι ιστορίες έχουν μια θεωρία από πίσω. Πιστεύω πως αν ήμουν στη θέση του κυρίου που περιγράφεται στο ποστ, θα άλλαζα τρόπο ζωής και θα παραιτούμουν από την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας αν ένοιωθα σημαντικός για τους δικούς μου ανθρώπους, αν ένοιωθα ότι η αρρώστια και η απώλεια μου θα ήταν τραύμα γι' αυτούς. It takes two βέβαια για να το νοιώσεις αυτό, πρέπει να είμαι κι εγώ ικανός να το νοιώσω δεν αρκεί να μου το δείχνει ο άλλος.

Πέρυσι τέτοια εποχή περίπου χάσαμε τη μητέρα μου σε ηλίκια 60 ετών από ένα βουβό έμφραγμα του πρόσθιου τοιχώματος. Κάπνιζε και έπινε, κατά τη δική μου γνώμη αρκετά, κατά τη δική της ήταν στα επίπεδα του social drinking. Κατά τα άλλα γυμνάζονταν και έτρωγε πολύ προσεκτικά. Ήξερε ότι υπήρχαν σοβαρά αγγειακά προβλήματα λόγω του διαβήτη που 'κληρονόμησε' μετά τη δική μου γέννα, αλλά θεωρούσε πως αυτή έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να είναι σε καλή κατάσταση και πως έφταιγε η ιδιοσυγκρασία της για τα αγγειακά προβλήματα. Δεν ανακοίνωνε ποτέ σε κανέναν τις τιμές του σακχάρου αλλά ο αδερφός μου που ήταν πιό κοντά της, ανέφερε πως εξαιτίας του αλκοόλ πρέπει να πάθαινε συχνά υπογλυκαιμίες. Δεν καταφέραμε ποτέ να την πείσουμε να σταματήσει το αλκοόλ και να διακόψει το κάπνισμα. Αλλά νομίζω το πιό σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν καταφέραμε να την πείσουμε πως είναι σημαντική για εμάς. Το ακόμη πιό σημαντικό είναι πως με τους άρρητους όρους που έβαζε η ίδια για το τι είναι να σε αγαπάνε και να είσαι σημαντικός για τον άλλον δεν θα μπορούσαμε ποτε να της το αποδείξουμε.

Sotiris B. είπε...

Η περίπτωση του ασθενούς που περιγράφεται είναι χαρακτηριστική. Είμαι ο συνάδελφος της κας Μπενρουμπή που της ανέθεσα την ανεκπλήρωτη εκ μέρους μου αποστολή να "νουθετήσει" τον πεθερό μου, έναν πιστεύω χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιας υποοομάδας ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (κοιλιακή παχυσαρκία, άτακτη διατροφή, κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία). Γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο περίπου 16 χρόνια (ναι, είμαι από τα 18 μου με τη νυν σύζυγο μου!!!!). Διεθνής ποδοσφαιριστής, προπονητής ομάδων Α'Εθνικής και Εθνικών ομάδων στο παρελθόν, είχε και έχει την αύρα ενός ανθρώπου που έχει περάσει καλά στη ζωή του με ταξίδια, υψηλές γνωριμίες και πολλούς φίλους. Πάντα περιγραφόταν από το περιβάλλον του ως ένας άνθρωπος που δεν καταπιέστηκε ποτέ του- πάντα πήγαινε εκεί που ήθελε, αγόραζε αυτό που ήθελε, έλεγε ελεύθερα τη γνώμη του. Όταν ήμουν φοιτητής εμφανίστηκε ο σακχαρώδης διαβήτης και με τη σύζυγο μου (συμφοιτήτρια μου στην Ιατρική) αναλάβαμε να "τακτοποιήσουμε αυτό το ζήτημα" κλείνοντας ένα ραντεβού με κάποιον γνωστό συνάδελφο στο χώρο. Στον προθάλαμο του Ιατρείου νιώσαμε πως συνοδεύαμε παιδί προσχολικής ηλικίας: αστεία με τη γραμματέα του γιατρού, επιτιμητικές ματιές στους αναμένοντες (που προφανώς ήταν πραγματικά άρρωστοι ενώ ο πεθερός μου όχι)και θυμάμαι ακόμα τις παρακλήσεις μας να ανοίξει η γη να μας καταπιεί. Όταν μας δέχτηκε ο γιατρός, ο πεθερός μου άκουσε (και εμείς κάναμε μια πολύ ωραία επανάληψη ενόψει της πάντα επερχόμενης εξεταστικής) όλες τις πιθανές επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη και φύγαμε με μια λίστα διαγνωστικών εξετάσεων για την ανίχνευση τους- είναι περιττό να συμπληρώσω πως αυτές δεν έγιναν ποτέ. Αυτό που έμεινε τελικά είναι πως ο πεθερός μου λάμβανε αραιά και πού τα χάπια που συνταγογραφήθηκαν αλλά αυτό που μονιμοποιήθηκε ήταν η γκρίνια για τις διαιτητικές του ατασθαλίες.
Όταν άρχισα να εκπαιδεύομαι στη Διαβητολογία, θεωρήθηκε αυτονόητο ( το αντίθετο μάλλον θα ήταν προσβολή προς το γαμπρό) να αναλάβω εγώ τον πεθερό μου. Έκανα λοιπόν αυτά που είχα μάθει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο: πήρα ιστορικό, συνέστησα εξετάσεις, συνταγογράφησα, και έδωσα οδηγίες-δεν έπεισα όμως καθόλου. Για να μη μακρηγορώ και σας κουράζω για τρία χρόνια η σχέση θεραπευτή-ασθενούς με τον πεθερό μου ήταν αποτυχημένη.Τα δισκία που είχα συστήσει κατά περίεργο τρόπο ενώ θα έπερεπε να εξαντλούνταν κάθε μήνα, συνταγογραφούνταν κάθε τρίμηνο, οι ταινίες μέτρησης σακχάρου ήταν πάντα πριν από μια εβδομάδα τελειωμένες, οι εξετάσεις για την παρακολούθηση τησ νόσου γραφόντουσαν πάντα δύο φορές γιατί έληγε η προθεσμία πραγματοποίησης τους και το σωματικό βάρος του πεθερού μου έπαιρνε την ανιούσα.
Μετά από τρεις μήνες στο Διαβητολογικό της Πολυκλινικής σκέφτηκα την κα Μπενρουμπή ως άλλο Ηρακλή να αναλαμβάνει αυτό που στα μάτια μου μοιάζει άθλος: να παρακολουθήσει τον πεθερό μου.
Η περιγραφή της συνάντησης από την κα Μπενρουμπή ήταν χαρακτηριστική: Εγώ θέλω μόνο να καταθέσω πως η προσπάθεια κινητοποίησης του ασθενούς και αναγνώρισης του προβλήματος της υγείας του φαίνεται μέχρι στιγμής να πετυχαίνει απόλυτα. Ο πεθερός μου φαίνεται αποφασισμένος να αλλάξει ριζικά αρκετά πράγματα και μέχρις στιγμής δείχνει να το εννοεί.
Αρκούσαν για αυτό 10 λεπτά όπου δεν έγινε καμμιά αναφορά σε λέξεις όπως "γλυκοζυλιωμένη", "μικρολευκωματίνη", "έμφραγμα", "γάγγραινα" κτλ.
Το αν οι υποσχέσεις θα τηρηθούν δεσμεύομαι να σας το κοινοποιήσω- το ότι όμως η ιατρική είναι και τέχνη αποδείχτηκε

Marianna είπε...

Καλό μήνα !
Νομίζω οτι είναι πολύ πιο εύκολο, όταν είσαι έξω από τον χορό, να παρατηρείς και να προτείνεις , παρά όταν έχεις και ο ίδιος συναισθηματική εμπλοκή. Όσο ζούσα με τον πατέρα μου, που είχε διαβήτη, το σάκχαρο του δεν ήταν καλά ρυθμισμένο. Ημουνα στην αρχή της ειδικότητας αλλά ο λογος που δεν ήταν ρυθμισμένο ήταν γιατί συνεχώς έκανα παρατηρήσεις για το πόσο έτρωγε.
Δεν έχω πια την ψευδαίσθηση οτι με μια πετυχημένη προσέγγιση θα καταφέρω να αλλάξω την συμπεριφορά και το χαρακτήρα κανενός. Ισως στην αρχή να το πίστευα, τώρα είμαι ικανοποιημένη με το να καταφέρω να ανοίξω μια χαραμάδα ώστε να περάσουν από εκεί μια δυό αλλαγές που μπορεί να καθυστερήσουν την αρνητική εξέλιξη και την εμφάνιση επιπλοκών.

Δηλώνω δημοσίως ότι εγώ δεν έβαλα , έμμεσα ή άμεσα, τον συνάδελφο να γράψει αυτό το σχόλιο.
Ας μην βιαζόμαστε, όπως γράφω και πιο πάνω, μπορεί οταν περάσει ο πρώτος ενθουσιασμός να γυρίσει σε μια από τα ίδια.
Αυτό άλλωστε είναι, για μένα τουλάχιστον, αυτό που με κουράζει και απογοητεύει, όχι το μέγεθος και η δυσκολία του διαβήτη τύπου1.

fillosofos είπε...

Αν η εξέταση ενός ασθενούς από τον γιατρό αποτελεί μια επαναλαμβανόμενη πράξη ρουτίνας, για τον ασθενή που επισκέπτεται τον γιατρό αποτελεί μια μοναδική σημαντική πράξη που αφορά την υγεία του.

Μπορεί ο γιατρός να διακρίνει κοινά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές σε κάθε διαφορετικό ασθενή και να τις ομαδοποιεί για να αποδίδει καλύτερα στο έργο του, αλλά ο κάθε ασθενής ζει μοναδικά την θεραπεία του και τις πράξεις αυτές.

Αν ο ασθενής αισθάνεται (και είναι φυσικά) ιδιαίτερος είναι δύσκολο να πειθαρχήσει με γενικές οδηγίες που αφορούν «όλους» τους «διαβητικούς» ενώ ο ίδιος δεν είναι σαν όλους. Ακόμη και ο γιατρός που θα έπρεπε να αναζητεί αυτές του τις ιδιαιτερότητες για να εξατομικεύσει την θεραπεία, απλά προσπαθεί να εντάξει το περιστατικό του στις γενικές υποκατηγορίες που γνωρίζει και να ακολουθήσει κάποιο πρωτόκολλο.

Ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι ειλικρινά είναι όταν οι γιατροί με αποκαλούν διαβητικό, θαρρείς και ο διαβήτης είναι ιδιότητα μου και όχι μια πάθηση που μου έτυχε και πρέπει να την υποστώ. Με καλούν με το όνομα της ασθένειας που έχω και απαιτούν να υιοθετηθώ εγώ από την ασθένεια και να φέρομαι σαν «διαβητικός» παρά να έρθει ο διαβήτης στα δικά μου μέτρα.

Στην πραγματικότητα δεν είμαι «διαβητικός», αλλά απλά ένας άνθρωπος που έπαθε διαβήτη.

Για μένα είναι φυσικό να αρνούμαι και να αντιστέκομαι σε ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται και δεν μου φέρονται σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες μου. Οι γιατροί ασκούν εξουσία επάνω μου. Είναι αυτοί που μου γράφουν τα φάρμακα και τις εξετάσεις μου και αποφασίζουν εν πολλοίς για την υγεία μου, την θεραπεία μου και την εξέλιξη μου. Είναι ένας επιπλέον δερβέναγάς στο κεφάλι μου πέρα και πάνω από τον διαβήτη. Είναι μια εξουσία που πρέπει να την αποδεχτώ, να την παραδεχτώ και να την υιοθετήσω αν θέλω να έχω καλή υγεία και αυτό είναι δύσκολο.

Στα μάτια των ασθενών από διαβήτη ο γιατρός μοιάζει με τον ομαδάρχη της κατασκήνωσης που εισβάλει στην σκηνή μετά το σιωπητήριο και φωνάζει «Να μην ακούσω ΚΙΧ». Αμέσως μόλις βγει από την πόρτα όλοι οι κατασκηνωτές με μια φωνή φωνάζουν αυτόματα σχεδόν «ΚΙΧ».

Έτσι τελικά οι γιατροί καταλήγουν σαν την μυθική Κασσάνδρα να έχουν το χάρισμα της προφητείας αλλά τελικά να μην τους πιστεύει ο ασθενής.

Στη μυθολογία η Κασσάνδρα ήταν κόρη του βασιλιά Πριάμου της Τροίας. Ήταν πανέμορφη και την ερωτεύθηκε ο θεός Απόλλων. Για να την κατακτήσει, της δώρισε το χάρισμα της προφητείας. Όταν όμως εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, ο θεός δεν της πήρε πίσω το δώρο αλλά την καταράστηκε: οι προφητείες της θα ήταν σωστές αλλά κανείς δεν θα την πίστευε. Η Κασσάνδρα πρόβλεψε την πτώση της Τροίας αλλά οι Τρώες δεν την πίστεψαν.

athanasia είπε...

Καλησπέρα

'Εχοντας ζήσει τί σημαίνει μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας αγαπημένων προσώπων, αποφάσισα να σας γράψω όχι ως ειδικός (που δεν είμαι) αλλά για την εμπειρία μου ως συγγενής.

Καθώς για τον διαβήτη ξέρω ελάχιστα, παρακαλώ να με συγχωρήσετε αν οποιαδήποτε σχόλια είναι αταίριαστα με τη συγκεκριμένη πάθηση.

Βρίσκω λοιπόν ότι οι γιατροί πολλές φορές συμπεριφέρονται στον άρρωστο σαν να ήταν μικρό παιδί: Μιλούν στους συγγενείς πιό πολύ απ'ό,τι στον ίδιο τον άρρωστο. Όταν μιλούν στον άρρωστο, είτε τον τρομάζουν συνειδητά (για να συμμορφωθεί) είτε τον καθησυχάζουν υπερβολικά (νομίζω γιατί φοβούνται να αντιμετωπίσουν την λύπη και την ανησυχία του). Στις χειρότερες περιπτώσεις, του απευθύνονται με την πρώτη στον ενικό, με εκείνο το ύφος που δηλώνει (ελπίζω να μην είμαι άδικη) ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένας άρρωστος και δεν υπάρχει πλέον λόγος να τηρηθεί η συνήθης κοινωνική ευπρέπεια μεταξύ ανθρώπων που γνωρίστηκαν πρόσφατα.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, οι γιατροί πρακτικά δεν μιλούν καθόλου: Συνταγογραφούν, συστήνουν εξετάσεις, επεμβάσεις και θεραπείες και, όταν πιεστούν με μια ερώτηση, υπόσχονται αόριστα περισσότερες εξηγήσεις κάποια άλλη φορά.

΄Αλλοι γιατροί δεν ακούν: Κοιτούν τις εξετάσεις, αλλά δεν ακούν αυτά που λέει ο άρρωστος για τα συμπτώματα και τις ανησυχίες του, κυρίως όταν αυτά που λέει δεν ταιριάζουν καλά με την διάγνωση ή μοιάζουν "ψυχολογικά".

Μερικοί πάλι φοβούνται την αρρώστια πιό πολύ απ' όσο τη φοβάται ο άρρωστος: Παίρνουν το πιό σοβαρό τους ύφος, χρησιμοποιούν ιατρικούς όρους χωρίς να τους "μεταφράζουν" στον άρρωστο και κουνούν συγκαταβατικά το κεφάλι κάθε φορά που υπάρχει χειροτέρευση ή βελτίωση.

Το να δεχόμαστε οποιαδήποτε συμβουλή είναι πολύ δύσκολο, ειδικά όταν τη χρειαζόμαστε. Αν η συμβουλή αφορά κάτι τόσο προσωπικό και ζωτικό όσο η υγεία μας και αυτός που δίνει τη συμβουλή κρατά τέτοια απόσταση από αυτόν που συμβουλεύει, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιό δύσκολα.

Ο άρρωστος, ανάμεσα σ'ένα γιατρό που δεν εμπιστεύεται, στη γκρίνια και την υπερπροστασία των συγγενών του και στην ενδόμυχη επιθυμία του να αποδειχθεί ότι τελικά δεν έχει τίποτε, συχνά καταλήγει να συμβουλεύεται κι άλλους γιατρούς και μπερδεύεται τελείως, ή αποφασίζει να μην ξαναπάει σε κανένα γιατρό και να αγνοήσει κάθε συμβουλή.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν μου αρέσουν οι γιατροί που δεν κρατούν καμιά απόσταση. Όταν υπάρχει πρόβλημα, αυτός που καλείται να βοηθήσει ως ειδικός καλύτερο είναι να μην μπαίνει μέσα στην κατάσταση, να μην ταυτίζεται με το πρόβλημα.

Γιαυτό και πιστεύω ότι ο γιατρός δεν πρέπει να έχει στενή συγγενική ή φιλική σχέση με τον άρρωστο.

Ο άρρωστος βασίζεται στους δικούς του και συχνά τους ταλαιπωρεί αλλά και ταλαιπωρείται απ' αυτούς. Αν ο γιατρός είναι συγχρόνως και στενός συγγενής ή στενός φίλος, η κατάσταση πρέπει να είναι ιδιαίτερα πιεστική για τον άρρωστο. Νομίζω αυτό επιτείνει το πείσμα του αρρώστου.

Αν πάθαινα κάτι σοβαρό, θα μου ήταν ανυπόφορο να αισθάνομαι τον γιατρό μου ανά πάσα στιγμή έτοιμο να βάλει τα κλάματα (για την κατάστασή μου) ή τις φωνές (για την απειθαρχία και το πείσμα μου).

Βεβαίως, εννοείται ότι επίσης δεν θα μου άρεσε να με κοιτά πλαγίως πίσω από τα γυαλιά του κι επάνω από το κεφάλι του να αιωρείται η φυσσαλίδα "ένας ακόμη διαβητικός/καρκινοπαθής/καρδιοπαθήςκλπ".

Παν μέτρον άριστον [αλλά δύσκολο]

Ευχαριστώ πολύ - συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία

Marianna είπε...

@athanasia

Βρήκα το σχόλιο σας πολύ ενδιαφέρον και πιστεύω ότι πολλές από τις παρατηρήσεις σας αξίζει να αποτελέσουν αφορμή για νέο post.
Αυτή καθεαυτή η σχέση γιατρού ασθενούς έχει ιδιαίτερη θεραπευτική σημασία και βαρύτητα, δεν είναι απλώς θέμα μέτρου.

Το ύφος, η χρησιμοποίηση ορολογίας που δεν γίνεται κατανοητή και η συλληβδην απαράδεκτη χρήση του ενικού (ίσως σε μερικές περιπτώσεις να βοηθάει κάποιους να νοιώσουν πιο άνετα)και η κριτική στάση είναι χαρακτηριστικά, κατά την γνώμη μου, γιατρών που έχουν ανασφάλεια (οχι μόνο σχετικά με το ιατρικό θέμα)και που καλύπτονται πίσω από τα παραπάνω.
Νομίζω όμως οτι και οι ασθενείς, τουλάχιστον αυτοί που δεν βρίσκονται σε απελπιστική θέση εξάρτησης λόγω συγκεκριμένου προβλήματος, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μια καλύτερη συμπεριφορά.
Μου κάνει εντύπωση, ακούγοντας συναδέλφους μου να απευθύνονται σε ασθενείς με το ύφος που αναφέρετε, ότι δεν τους είπε ποτέ κανείς: "δεν σου επιτρέπω να μου μιλάς σαν να ήμουνα παιδάκι".

Πολλοί από τους συναδέλφους μου, με απαράδεκτη προς τους ασθενείς τους συμπεριφορά, χαίρουν επαγγελματικής υποστήριξης, χωρίς να προσφέρουν τίποτε το ξεχωριστό.
Θα επανέλθω πάντως στο θέμα αυτό γιατί θεωρώ τη σχέση γιατρού-ασθενούς βασικό θεραπευτικό εργαλείο.

Nikos Dimou είπε...

Θυμάμαι πόσο βαθειά είχε θιγεί η μητέρα μου όταν αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και όλο το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και οι γιατροί (όσοι δεν την γνώριζαν) την αποκαλούσαν "γιαγιά" και της μιλούσαν στον ενικό.

Η παλιά αρχόντισα με το προσεγμένο ντύσιμο και την πηγαία ευγένεια ισοπεδωνόταν με το "έλα γιαγιά, πάμε".

Αυτά τα "παπού" και "γιαγιά" θα έπρεπε να απαγορεύονται στα νοσοκομεία. Εδώ στα σωστά σχολεία μετά το δημοτικό αποκαλούν τα παιδιά "κυρίους" και τους μιλάνε στον πληθυντικό. Πόσο μάλλον σε σεβαστούς γέροντες!

Marianna είπε...

nikos dimou said....

Αυτά τα "παπού" και "γιαγιά" θα έπρεπε να απαγορεύονται στα νοσοκομεία.
------------------------

Η χρήση του ενικού στο χώρο του νοσοκομείου μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να επιτείνει το αίσθημα αποξένωσης και αμηχανίας που έχει ο ασθενής.
Π.χ η « γιαγιούλα» που χρειάσθηκε να βρεθεί από την μια μέρα στην άλλη, από την αυλή του σπιτιού της στο χωριό, στο μεγάλο νοσοκομείο, δεν αισθάνεται άνετα με το να της μιλάνε στον πληθυντικό και αντί για "κυρία Ελένη" να την αποκαλούν με το επίθετό της.
Είναι γνωστή η απάντηση στο : « πως είσαστε σήμερα» «καλά είμαστε» και να αναφέρετε στον εαυτό της .
Η άνεση και η οικειότητα που θα πρέπει να νοιώσει ο ασθενής, δεν εξαρτώνται τόσο από το αν θα του απευθυνθείς στον ενικό ή πληθυντικό. Αν σέβεσαι και υπλογίζεις την
προσωπικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου που έχεις απέναντι σου θα του μιλήσεις ανάλογα και θα το νοιώσει. Πολλές φορές ο πληθυντικός εκφράζει την απόσταση που νοιώθει ο γιατρός με τον ασθενή του και όχι το σεβασμό του προς εκείνον.

Nikos Dimou είπε...

Νομίζω ότι ο γιατρός και ο νοσηλευτής μπορούν να δαπανήσουν λίγα δευτερόλεπτα για να δουν τον ασθενή και ανάλογα να τον κατατάξουν στην κατηγορία "κύριος-κυρία" ή "παππούς-γιαγιά".

Φοβάμαι όμως ότι δεν τον βλέπουν, ούτε τον αξιολογούν - απλώς τον χειρίζονται.

athanasia είπε...

Συμφωνώ ότι ο ενικός δεν είναι από μόνος του μειωτικός. Είναι το ύφος που συνοδεύει τον ενικό ή μάλλον το υποκείμενο συναίσθημα (ή μη συναίσθημα) που προσβάλλει.

Ο πληθυντικός που συνοδεύεται από ευγένεια και ενδιαφέρον είναι, νομίζω, όαση και για τους "κυρίους" και για τους "παππούδες". Μπορεί να είναι λυτρωτική αξιοπρέπεια και παρηγοριά όχι μόνο για τον καλοαναθρεμμένο άνθρωπο που αρρώστησε και υποφέρει όταν αισθάνεται ότι δεν τον σέβονται πιά, αλλά και για τον ηλικιωμένο που έρχεται από το χωριό και βρίσκεται ανάμεσα σε γαμπρούς και νύφες που δυσανασχετούν για την αρρώστια του και του γκρινιάζουν.

Αυτό που μ' εντυπωσιάζει είναι ότι γιατροί που κοινωνικά είναι αρκετά ευπρεπείς συχνά γίνονται απαράδεκτοι με τους αρρώστους τους. Μήπως φταίει η εκπαίδευσή τους, μήπως όλα αυτά είναι μια εκδήλωση φόβου απέναντι στην ίδια την αρρώστια;

Δυστυχώς ο άρρωστος σπάνια διεκδικεί, νομίζω γιατί για τους περισσότερους η συμπεριφορά αυτή είναι ενοχλητική αλλά περίπου αναμενόμενη.

Ωστόσο, όπου λείπει ο σεβασμός χάνεται και η ελπίδα, και τότε γίνεται πιό δύσκολο να προσπαθήσει ο άρρωστος. Εκεί ή κλείνει τα μάτια στο πρόβλημά του ή εγκαταλείπεται σ' αυτό. Για τους συγγενείς, όλα αυτά επιτείνουν την λύπη, την ανησυχία και την κούραση και επομένως μειώνουν την δυνατότητα ψύχραιμης συμπαράστασης.

Ελπίζω να μην σας κούρασα
Καλημέρα

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΟΛΙΟΣ είπε...

Άλλο πολύ ενδιαφέρον θέμα.

Αναρρωτιέμαι αν έχει νόημα να σχολιάσω ή έχει βγει εκτός επικαιρότητας.

Marianna είπε...

Antonios Liolios said...
Άλλο πολύ ενδιαφέρον θέμα.

Αναρρωτιέμαι αν έχει νόημα να σχολιάσω ή έχει βγει εκτός επικαιρότητας.
------------------
Πάντα έχει νόημα ένας σχολιασμός!