Καταναλωτική Ιατρική
Τα τελευταία 3-4 χρόνια, μετά από μια περίοδο σχετικής αδράνειας, κυκλοφόρησαν , πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στην Ευρώπη, νέα σκευάσματα και τεχνολογικά βοηθήματα για το διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2.
Τα περισσότερα κυκλοφορούν από μερικούς μήνες και στην Ελλάδα, άλλα πρόκειται να έρθουν στις αρχές φθινοπώρου.
Όπως είναι φυσικό, οι άνθρωποι που έχουν χρόνιο νόσημα, επενδύουν πολλές ελπίδες σε κάθε κυκλοφορία νέου σκευάσματος, αναζητώντας αν όχι απόλυτα τη λύση του προβλήματος, τουλάχιστον τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Αυτό ακούγεται αυτονόητο και δεν θα υπήρχε θέμα προς συζήτηση, αν τα πράγματα στην πράξη ήταν τόσο απλά.
Αν δηλαδή , ίσχυε στην Ιατρική η εξίσωση: καθετί το καινούργιο είναι αποτελεσματικότερο και καλύτερο, τότε πράγματι θα δικαιολογείτο η αγωνία για την απόκτηση του.
Όταν όμως ακούω τους ασθενείς μου να με ρωτάνε : «κάποιος γνωστός μου παίρνει κάτι καινούργια φάρμακα, που είναι και πολύ ακριβά, εγώ γιατί να μην αλλάξω;» σκέφτομαι ότι ένα από τα αποτελεσματικότερα ιατρικά σκευάσματα είναι η ασπιρίνη, φάρμακο εκατό ετών και πάμφθηνο.
Αυτό που συμβαίνει όμως, τουλάχιστον στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με διάφορα φάρμακα είναι ότι αναγγέλλεται η κυκλοφορία τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πολλές φορές πριν καν ενημερωθούν οι γιατροί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κυκλοφορία της εισπνεόμενης ινσουλίνης: άκουσα ότι θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα στις επόμενες ημέρες και αυτό ήταν στην αρχή σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων!
Ο τρόπος που παρουσιάζονται τα νέα ιατρικά σκευάσματα, έχει τον χαρακτήρα καταναλωτικού προϊόντος. Σαν να πρόκειται για κάτι που έρχεται να λύσει το πρόβλημα διαβήτης, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενες παρενέργειες , δεν γίνεται διαχωρισμός σε ποιους έχει ένδειξη η χορήγηση του συγκεκριμένου σκευάσματος και τέλος δεν αναφέρεται το κόστος της θεραπείας σε σχέση με της ήδη υπάρχουσες.
Σε αυτή τη χώρα δεν νομίζω να απασχόλησε σοβαρά τον ιατρικό κόσμο η τιμή του φαρμάκου που επιλέγει ο γιατρός να συνταγογραφήσει, σε σχέση με αντίστοιχα εξίσου αποτελεσματικά, αλλά πολύ φθηνότερα.
Οι ασφαλισμένοι, αισθάνονται και δικαίως, ότι έχουν καταβάλει υψηλότατες εισφορές στο ταμείο τους και ως εκ τούτου δικαιούνται να έχουν την καλύτερη δυνατή περίθαλψη. Παραμένει βέβαια τεράστιο θέμα το ότι στο Νοσοκομείο συνταγογραφούμε καθημερινά σε βιβλιάρια ασφαλισμένων του ΟΓΑ που είναι χρόνια τώρα μόνιμοι κάτοικοι περιοχής Πατησίων ή Κυψέλης, καθώς και σε βιβλιάρια Κοινωνικής Πρόνοιας σε άτομα που εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Όμως δεν θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει και το θέμα του κόστους για το κοινωνικό σύνολο;
Δεν έχει άραγε καμία σημασία το ότι η μια μονάδα εισπνεόμενης ινσουλίνης κοστίζει 0.18 λεπτά ενώ η ήδη υπάρχουσα 0.03 – χωρίς να υπερτερεί η εισπνεόμενη σε τίποτα σε σχέση με την υποδόρια.
Πόσο θα εμπιστευθεί ο ασθενής τον γιατρό του, αν αυτός αναφερθεί σε θέμα κόστους του φαρμάκου;
Στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, έχουν τεράστιο μερίδιο αγοράς τα λεγόμενα ισοδύναμα φάρμακα (generics). Πρόκειται για σκευάσματα των οποίων έχει λήξει η πατέντα, και παρασκευάζονται ισοδύναμα αυτών από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Δεδομένου ότι αυτές δεν έχουν το αρχικό κόστος έρευνας και εξέλιξης του προϊόντος , (όπως η εταιρεία που το παρασκεύασε για πρώτη φορά) μπορούν να το διαθέτουν σε πολύ οικονομικότερη τιμή.
Στην Ελλάδα το κράτος δεν προωθεί αυτά τα προϊόντα – πράγμα που χωρίς ζημιά για τον ασθενή θα μείωνε το κόστος της περίθαλψης. Δεν αναφέρομαι βέβαια στα παλιότερα λεγόμενα «φασόν» (απομιμήσεις) που δεν έχουν περάσει από αυστηρό έλεγχο για επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας τους.
Όμως το θέμα μου δεν αφορά τα οικονομικά της Υγείας. Αυτό που με απασχολεί, σαν θεραπευτή, είναι το ότι σε μερικά από τα νέα σε κυκλοφορία σκευάσματα, μετά από χορήγηση σε μεγάλους πληθυσμούς ασθενών, παρατηρούνται παρενέργειες , πέραν από τις ήδη γνωστές και αναμενόμενες.
Και βρίσκεται κανείς να παρακολουθεί, αμήχανα, πολλές φορές πάλι μέσω τηλεοράσεως, την αναφορά σε σοβαρές παρενέργειες, για φάρμακα πολλά υποσχόμενα που αναγγέλθηκαν και διαφημίστηκαν με στόμφο.
Από την άλλη μεριά δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς μερικά χρόνια πριν συνταγογραφήσει κάποιο σκεύασμα που είναι προϊόν πολύ προχωρημένης έρευνας, με τη σκέψη του «άσε καλύτερα να δοκιμασθεί πρώτα». Κάτι τέτοιο μπορεί να στερήσει τους ασθενείς τη δυνατότητα έγκαιρης πρόσβασης σε αποτελεσματικές θεραπείες.
Η μόνη λύση, στο παραπάνω δίλημμα είναι η συνεχής και από πολλές διαφορετικές πηγές, επιστημονική ενημέρωση. Η παρακολούθηση της κριτικής που ασκείται από τους ερευνητές σε διάφορα έγκυρα ιατρικά περιοδικά, καθώς και ο διάλογος που υπάρχει σχετικά με τις κατηγορίες των υπό συζήτηση φαρμάκων.
Πάνω από όλα να μπορεί κανείς ο γιατρός να μην υποκύπτει στην πίεση που εξασκεί ο ασθενής για πρόσβαση στο οποιοδήποτε νέο σκεύασμα (ή τεχνολογικό μέσο) που άκουσε στην τηλεόραση.
Η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη όλων μας για εξέλιξη και στην ευθύνη που έχουμε σαν γιατροί απέναντι στους ασθενείς μας, μοιάζει να γίνεται τα τελευταία χρόνια όλο και πιο δύσκολη.