Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Ακροαζόμαστε - αλλά ξέρουμε να ακούμε;



Ένα πολύ συχνό παράπονο είναι το: «μα δεν με ακούς όταν σου μιλάω». Στη σχέση θεραπευτή-ασθενούς, με εξαίρεση τους ψυχιάτρους, ψυχολόγους κλπ., οι ασθενείς στην πλειοψηφία τους αισθάνονται ότι ο γιατρός δεν τους έδωσε τη δυνατότητα και το χρόνο να μιλήσουν.

Αυτό έχει πιστοποιηθεί και από μελέτη που έγινε σε Νοσοκομείο Ευρωπαϊκής χώρας, όπου η ανάλυση βιντεοσκοπημένης ιατρικής εξέτασης, έδειξε ότι οι γιατροί συνήθως διέκοπταν τον ασθενή στα 20-30 δευτερόλεπτα από την στιγμή που αυτός άρχιζε να μιλάει.

Βέβαια αυτό δεν αφορά μόνο την επικοινωνία γιατρού-ασθενούς. Πολύ συχνά παρατηρούμε αυτή την συμπεριφορά και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;

Ίσως να έχει να κάνει με τους επιταχυνόμενους ρυθμούς της ζωής μας.

Κυρίως όμως αισθανόμαστε την επιτακτική ανάγκη να ακουστεί και να γίνει αποδεκτή η δική μας άποψη, όχι μόνο για να επιβληθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να μας ακούσουν, άσχετα από το ότι εμείς δεν ξέρουμε να ακούμε τον άλλον.

Πολλές φορές την ώρα που ο συνομιλητής μας αναπτύσσει τις ιδέες του εμείς προετοιμάζουμε την δική μας απάντηση. Έτσι μπορεί να μην τον διακόπτουμε μεν, αλλά δεν τον προσέχουμε.

Οι παράλληλοι μονόλογοι, όπου ο καθένας προσπαθεί να περάσει την άποψη του, όπου η θέση του ενός δεν αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό των άλλων, (έτσι σπάνια οδηγεί στην τροποποίηση μιας ήδη διατυπωμένης θέσης), είναι κάτι που διδάσκεται κάθε βράδυ στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Αυτό βέβαια οδηγεί πολλούς από μας να αποφεύγουμε τις συζητήσεις μια και στο τέλος μας μένει μία μάλλον δυσάρεστη αίσθηση και απογοήτευση από το ότι δεν ενδιέφερε κανέναν να επικοινωνήσει.

Οι γιατροί διακόπτουν τον ασθενή τους γιατί ξέρουν λίγο ως πολύ τι πρόκειται να τους πει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της αφήγησης από ασθενή, μιας υπογλυκαιμίας που του συνέβη. Περιγράφει συνήθως το επεισόδιο επαναλαμβάνοντας πολλές φορές το πόσο πολύ ίδρωσε, το πόσο έτρεμαν τα χέρια του, την έντονη πείνα που ένιωσε, κ.τ.λ. Ο γιατρός, που έχει καταλάβει από τις πρώτες φράσεις, ότι πρόκειται για υπογλυκαιμία, αντιδρά, ως επί το πλείστον με ένα «εντάξει, εντάξει, κατάλαβα – πέστε μου πόσες μονάδες ινσουλίνης είχατε κάνει πριν».

Όμως για τον ασθενή, η εμπειρία αυτή ήταν απειλή ζωής! Αισθάνεται την ανάγκη να την περιγράψει, να μεταφέρει το φόβο που ένοιωσε και να παρηγορηθεί για την ταλαιπωρία που πέρασε.
Αν δεν «ακουστεί», αν νοιώσει ότι δεν μας ενδιαφέρει να μάθουμε πως ένοιωσε από αυτή την εμπειρία, θα πάψει να παρακολουθεί. Δεν θα το κάνει εκδικητικά, αλλά επειδή θα συνεχίζει να σκέπτεται πώς να μας μεταφέρει το βίωμα που είχε.

Πολλές φορές οι ασθενείς έχουν χαρακτηριστική στάση που υποδηλώνει το πώς νοιώθουν την ώρα που τους μιλάμε.

Π. χ.: Σταυρωμένα χέρια / πόδια, κλειστή στάση του σώματος, μακρινό βλέμμα, δάγκωμα των χειλιών. Αυτά τα σημάδια μπορεί να δείχνουν ότι μιλάμε για ένα θέμα που ανησυχεί τον ασθενή ή για το οποίο δεν αισθάνεται άνετα. Αυτή η ανησυχία θα πρέπει να διερευνηθεί πριν συνεχίσουμε την ανάπτυξη του θέματος, καθώς το αίσθημα ανησυχίας μπορεί να κυριαρχήσει μειώνοντας την προσοχή του ασθενούς μας και την δυνατότητα συγκράτησης των πληροφοριών.

Άλλοτε πάλι ο ασθενής μας κοιτάει αδιάφορα, η προσοχή του αποσπάται και εστιάζεται κάπου αλλού. Αυτές είναι ισχυρές ενδείξεις ότι δεν ασχολούμαστε με το πρόβλημα του, ή ότι έχουμε καταφύγει στο να του λέμε τι πρέπει να κάνει χωρίς να δουλεύουμε μαζί πάνω στα προβλήματα.

Σημάδια βαρεμάρας δείχνουν ότι πρέπει να ελέγξουμε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και να ξεκαθαρίσουμε τι προσδοκά από την επίσκεψη.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να του δώσουμε τη δυνατότητα να μας μιλήσει και τον χρόνο για να τον ακούσουμε.

Μπορεί κάποιος να διερωτηθεί : «Μα υπάρχει αυτός ο χρόνος έτσι όπως είναι οι συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία ή στα εξωτερικά ιατρεία;»

Σίγουρα η πίεση από την πληθώρα των περιστατικών είναι μεγάλη, όμως η εμπειρία μου είναι ότι, όταν ο άλλος καταλάβει ότι έχουμε την διάθεση και το ενδιαφέρον να τον ακούσουμε, θα κάνει σωστή διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου.

Οι περισσότεροι γιατροί (αλλά όχι μόνον) νομίζουμε ότι τα πράγματα που έχουμε να πούμε είναι σημαντικά και θα βοηθήσουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους ασθενείς μας.

Στην πραγματικότητα μπορούμε να προσφέρουμε πολύ περισσότερο και στον εαυτό μας, αν μάθουμε να ακούμε τον άλλον.

Πράγμα που μοιάζει να μην είναι ιδιαίτερα εύκολο.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

Αισθητική και ασθένεια



Μεταφέρω ένα άρθρο του Γ. Αγγελόπουλου που διάβασα χθες στα «Νέα» γιατί με ενθουσίασε και διότι με έκανε να σκεφθώ προς μια κατεύθυνση που δεν θίγεται συχνά από την κλασική Ιατρική.

Λέει το άρθρο:

Η Εβ Λαπούζ είναι « κοινωνική αισθητικός». Στο αντικαρκινικό κέντρο του Μπορντό, προσφέρει αισθητικές φροντίδες στις καρκινοπαθείς. Φροντίζει γυναίκες όπως η 24χρονη Καρολίν, η οποία αρρώστησε πριν από ένα χρόνο και υποβλήθηκε σε πολλές χημειοθεραπείες. «Χρειάστηκα ένα μήνα για να προσαρμοστώ στο γεγονός ότι έχανα τα μαλλιά μου. Δεν ήθελα να κοιταχτώ σε καθρέφτη. Αφού όμως με περιποιήθηκε η Καρολίν, μπόρεσα να ξαναβγώ για ψώνια στα μαγαζιά, μακιγιαρισμένη και με ένα μαντίλι στο κεφάλι».

Η Εβ Λαπούζ της έμαθε πώς να σχεδιάζει βλεφαρίδες και φρύδια στο πρόσωπο της, πώς να καμουφλάρει τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, πώς να ενυδατώνει το πρόσωπο της μετά τις επώδυνες και κοπιαστικές χημειοθεραπείες.

Η μητέρα της Καρολίν είναι ενθουσιασμένη : « Τη χαλαρώνει πάρα πολύ. Αφού περάσει η αισθητικός , συχνά αποκοιμιέται για μια δυο ώρες». Η νεαρή ασθενής συμφωνεί: «Μια επίσκεψη της Εβ είναι σαν μορφίνη. Όταν εκείνη είναι εδώ, δεν χρειάζεται να πατάω την αντλία του ναρκωτικού, για να αντιμετωπίσω τον πόνο.»

Γιατροί και ψυχολόγοι προσανατολίζουν τακτικά την Εβ Λαπούζ στις ασθενείς που αισθάνονται τον περισσότερο πόνο. Όταν οι ασθενείς έχουν υποστεί μια επίθεση με τις ακτινοβολίες ή στο χειρουργείο, η εικόνα του σώματος τους έχει αλλάξει εντελώς, εξηγεί ο γιατρός Λακντιά, ειδικός στον πόνο. Δεν αναγνωρίζουν πλέον τον εαυτό τους σε αυτό το μωλωπισμένο περίβλημα. Γίνονται περισσότερο αντικείμενο παρά υποκείμενο. Η προσέγγιση με την αφή επιτρέπει να κινητοποιηθεί το αίσθημα της ευεξίας σε ένα τμήμα του σώματος, κάτι που βοηθάει να ανασυγκροτηθούν, να συνέλθουν.

Όπως λέει και μια ασθενής, το να παραμείνεις ωραία είναι ένας άλλος τρόπος για να καταπολεμήσεις την ασθένεια. Κυρίως στο βλέμμα του άλλου, όπου οι ασθενείς τόσο φοβούνται τον οίκτο.



Βρήκα συγκλονιστική αυτή την ματιά, μέσα από μια προοπτική αισθητικής, πάνω στο ανθρώπινο σώμα που πάσχει.

Πράγματι η αρρώστια είναι μια επίθεση πάνω στο σώμα μας, ένα ναρκισσιστικό πλήγμα το οποίο καλούμεθα να ξεπεράσουμε.

Πολλοί είναι αυτοί που αισθάνονται ότι το σώμα τους, τους πρόδωσε. Ο οργανισμός τους τα έβαλε με τα ίδια του τα κύτταρα και άρχισε να τα καταστρέφει. Οι γιατροί τους λέμε ότι πρόκειται για αυτοάνοσο νόσημα, εκείνοι ξέρουν ότι το πάγκρεας δεν βγάζει πια ινσουλίνη ή ότι οι αρθρώσεις τους πονάνε και πρήζονται ή ότι ο θυρεοειδής τους σταμάτησε να λειτουργεί.

Ακόμα και απλές φυσιολογικές καταστάσεις, μπορεί να μας προκαλέσουν θλίψη. Η αλλαγή που παρατηρούν οι γυναίκες στο σώμα τους όταν μπουν στην εμμηνόπαυση, η μειωμένη στυτική λειτουργία στους άνδρες μετά από κάποια ηλικία, διαφορετική για τον καθένα.

Οι γιατροί φροντίζουν να αποκατασταθούν οι βιολογικές παράμετροι, δεν σκέπτονται καν ότι μπορεί η ύπαρξη και μόνο του νοσήματος να έχει αλλάξει δραστικά την εικόνα που είχε το άτομο για τον εαυτό του. Αυτό ακόμα και αν δεν επιφέρει εξωτερικές αλλαγές ή σημάδια.

Ίσως όμως αν ασχοληθούμε λίγο με την αποκατάσταση αυτής της εικόνας, ακόμα και σε εξωτερικό εφήμερο επίπεδο, όπως η γαλλίδα αισθητικός, μπορεί να πετύχουμε αποτελέσματα ανάλογα με αυτά ψυχολογικής υποστήριξης μηνών.

Μου έρχονται στο νου δύο ασθενείς μου. Ο ένας αγόρι τότε 18 ετών που παρουσίασε διαβήτη στα 17 του, μου είπε, πριν από πολλά χρόνια, «είναι μεγάλο σπάσιμο να βλέπεις τους άλλους να έχουν την τσατσάρα στο τσεπάκι που εγώ έχω την σύριγγα ινσουλίνης».

Μια άλλη κοπέλα, πρόσφατα κοιτώντας τα δάκτυλα της που είχαν μαυρίσει και σκληρύνει από τα τρυπήματα για να κάνει τις καθημερινές της μετρήσεις, μονολογούσε δυνατά: «είδατε πως έχουν καταντήσει;». Αισθάνθηκα τη λύπηση που ένοιωθε για το σώμα της και διερωτήθηκα κατά πόσο το αγαπάει παρόλα αυτά, ή του χρεώνει την ταλαιπωρία που περνάει κάθε μέρα.

Πιστεύω ότι αν δεν συμφιλιωθεί κανείς με το σώμα του, ακόμα και όταν αυτό «ακρωτηριασθεί» με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν μπορεί να το φροντίσει και να συμβάλει στην καθημερινή θεραπευτική αντιμετώπιση.

Πολλοί είναι εκείνοι, πέραν των γιατρών, που μπορούν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέπει κανείς τι διάσταση μπορεί να πάρει ένα επάγγελμα σαν αυτό της αισθητικού, που θεωρείται ότι καλύπτει τις ματαιόδοξες και επιφανειακές ανάγκες των γυναικών.

Μήπως άραγε η μη ενασχόληση των θεραπευτών με αυτή την αισθητική πλευρά, υποκρύπτει κάποιου είδους πουριτανισμό, ή έχει να κάνει και με το φύλο του θεραπευτή;

Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007

5 απαντήσεις για τον Διαβήτη

Παρόλο ότι έγραψα σε ένα σχόλιο μου, ότι δεν θα ήθελα να είναι το blog αυτό μια ηλεκτρονική μορφή ιατρικής ενημέρωσης, θα αφιερώσω αυτό το post, στην ενημέρωση γύρω από το τι είναι διαβήτης.

Δεδομένου ότι , όπως έχω ήδη γράψει, το blog δεν απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν διαβήτη, είναι φυσικό, όπως ήδη έχει φανεί, να μην είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στον διάλογο, γνώστες του ιατρικού προβλήματος.

Η συζήτηση σχετικά με τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα αυτών που έχουν κάποιο χρόνιο νόσημα, καθώς και η διερεύνηση της σχέσης θεραπευτή-θεραπευόμενου, με αφορμή τον διαβήτη, δυσχεραίνεται όταν δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς συνεπάγεται το να έχεις διαβήτη.

Να λοιπόν μια σύντομη και ελπίζω μη σχολαστική παρουσίαση του είναι η πάθηση που ονομάζεται διαβήτης.

Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τη νόσο δίνοντας της το όνομα «διαβήτης» από το διαβαίνω, επειδή λόγω της αυξημένης τιμής του ζαχάρου στο αίμα, αυτό περνάει και στα ούρα, όπου και μπορούμε να το μετρήσουμε, ενώ φυσιολογικά δεν υπάρχει ζάχαρο στα ούρα.

Διαβήτης λοιπόν σημαίνει αύξηση του ζαχάρου στο αίμα (πάνω από 126μγ).

Γιατί άλλοι κάνουν ινσουλίνη όλη τους τη ζωή και άλλοι παίρνουν χάπια ή ρυθμίζονται μόνο με δίαιτα;

Υπάρχουν δύο τύποι διαβήτη. Ο τύπος 1 όπου δεν υπάρχει καθόλου παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ξέρουμε ότι ο οργανισμός επιτίθεται και καταστρέφει τα ίδια του τα κύτταρα, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα, γιατί συμβαίνει αυτό.

Ο τύπος 2 όπου υπάρχει παραγωγή ινσουλίνης η οποία δεν επαρκεί για τις ανάγκες. Ο κυριότερος λόγος είναι η παχυσαρκία.

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι αυτός που συνήθως εμφανίζεται στα παιδιά και τους νέους, αλλά μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Λόγω του ότι δεν παράγεται ινσουλίνη χρειάζεται να την παίρνει κανείς εφόρου ζωής.

Ο τύπος 2 αφορά τους ενήλικες και επειδή υπάρχει παραγωγή ινσουλίνης, προσπαθούμε με δίαιτα και χάπια να αξιοποιήσουμε την ινσουλίνη που παράγει ο οργανισμός.

Τι πειράζει αν είναι υψηλό το ζάχαρο;

Στα μεν παιδιά και τους νέους, αν δεν δοθεί ινσουλίνη θα πέσουν σε κώμα. Πριν από την ανακάλυψη της ινσουλίνης, εδώ και 55 χρόνια, τα παιδιά με διαβήτη πέθαιναν λόγω διαβητικού κώματος.

Η ύπαρξη υψηλών τιμών ζαχάρου, για μεγάλο διάστημα, πάνω από 10 χρόνια, είτε πρόκειται για 1 ή τύπο 2, προκαλεί βλάβες στα αγγεία (μείωση της όρασης, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιαγγειακά προβλήματα) και στα περιφερικά νεύρα.

Γιατί η ινσουλίνη δίνεται σε ενέσεις; Πώς είναι δυνατόν να κάνει κανείς τόσα χρόνια κάθε μέρα 3-4 ενέσεις;

Η ινσουλίνη είναι πρωτεΐνη, που σημαίνει ότι αν πάει στο στομάχι καταστρέφεται από τα γαστρικά υγρά. Ευτυχώς οι ενέσεις ινσουλίνης γίνονται με μικρότατες και πολύ λεπτές βελόνες και δεν πονάνε σχεδόν καθόλου. Είναι γεγονός ότι κανένας νέος δεν παραπονιέται για το «τρύπημα». ¨Άλλα είναι τα προβλήματα που έχουν λόγω του διαβήτη. Π. χ. οι καθημερινές (3-4) μετρήσεις του ζαχάρου στο σπίτι με ειδικό μετρητή, η πρόληψη και αντιμετώπιση υπογλυκαιμιών (πολύ χαμηλές τιμές ζαχάρου, λόγω ινσουλίνης) και η συνεχής επαγρύπνηση στην διατροφή.

Πόσο συχνή πάθηση είναι ο διαβήτης;

Δυστυχώς ο διαβήτης τύπου 2, που είναι εξίσου σοβαρή πάθηση όσο και ο τύπου 1, παρουσιάζει διαστάσεις επιδημίας. Πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης για τον Διαβήτη( IDF) δείχνουν ότι το 2003 υπήρχαν 194 εκατομμύρια άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 και ότι το 2025 θα υπάρχουν 333 εκατομμύρια ή το 6.3% του πληθυσμού της γης.

Ο κίνδυνος για εμφάνιση διαβήτη αυξάνει προοδευτικά και στους άνδρες και στις γυναίκες αναλογικά με το υπερβάλλον βάρος.

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι σε αναπτυγμένες χώρες υπάρχει αύξηση εμφάνισης περιστατικών διαβήτη τύπου 2 σε παιδιά και εφήβους λόγω παχυσαρκίας και καθιστικής ζωής. (Το πολύ blog δεν βοηθάει στην πρόληψη).

Ο διαβήτης τύπου 1 παρουσιάζει μικρή έξαρση και αποτελεί το 10% του συνόλου των ατόμων με διαβήτη.

Υπάρχει κληρονομικότητα;

Ο τύπος 1 δεν κληρονομείται παρά σε ελάχιστα στατιστικά σημαντικό ποσοστό.
Αυτό που μπορεί να έχουμε κληρονομήσει είναι την προδιάθεση για το «ζαχαράκι» που παρουσίασε η γιαγιά μας ή ο πατέρας μας σε μεγάλη ηλικία και που μπορεί να το εμφανίσουμε εμείς σε πολύ νεώτερη.

Έχει λοιπόν σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι ο διαβήτης, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, μας αφορά όλους λόγω τρόπου ζωής ή υπάρχουσας κληρονομικότητας έστω και μακρινής.

Αυτά τα …ευχάριστα Δυστυχώς δεν γίνεται να καλυφθεί τόσο μεγάλο θέμα από αυτό εδώ το χώρο. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα για διευκρινιστικές ερωτήσεις.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

" Ανήλικοι" ασθενείς

Αφορμή για το σημερινό post ήταν η επίσκεψη στο ιατρείο, ενός ζεύγους όπου ο κύριος, 73 ετών, είχε διαβήτη, ενώ η σύζυγος του (οτιδήποτε μεταξύ 60-75) τον συνόδευε.

Από την αρχή κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, δεν χρειαζόταν και πολύ άλλωστε.

Στην ερώτηση μου, κοιτώντας κατάματα τον ασθενή: «από πότε έχετε ζάχαρο;» έρχεται βολίδα η απάντηση από την σύζυγο: «10 χρόνια».

«Τι άλλα προβλήματα υγείας έχετε;»

« Έχει πίεση, χοληστερίνη και έχει κάνει εγχείρηση για προστάτη».

Όταν γύρισα, την κοίταξα και είπα: «Αφήστε μπορεί να μου τα πει ο ίδιος», η μάλλον ενοχλημένη απάντηση ήταν «ε! ας τα πει».

Περιττό να πω ότι σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης η σύζυγος πεταγόταν για να προλάβει την απάντηση, όπως σε κάτι τηλεπαιχνίδια, που κερδίζει αυτός που θα πατήσει πρώτος το κουμπί.

Ακόμα και όταν έτεινα προς τον ασθενή το βιβλιάριο με την συνταγή, πετάχτηκε από το πλάι ένα χέρι, το άρπαξε λέγοντας: δώστο εμένα να το δώσω έξω για τις σφραγίδες.

Φαντάζομαι ότι οι άνθρωποι αυτοί, μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης, έχουν βρει τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και πορεύονται. Θεωρώ ότι οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτό μάλλον κακό θα προκαλέσει, άσε που θα είναι και αναποτελεσματική.

Υπάρχει όμως μια άλλη κατηγορία, αυτή των νέων με διαβήτη ( 17- 25 ετών) που έρχονται στο ιατρείο με έναν από τους γονείς, συνήθως την μητέρα.

Αν ο νέος ή νέα έχει από πολύ μικρός τον διαβήτη, η μάνα συμπεριφέρεται όπως τότε που το παιδί ήταν 6 ή 7 χρονών και το πήγαινε στο «Παίδων».

Αυτή κρατάει το τετράδιο με όλες τις καταγραφές των τιμών, πράγμα που δεν χρειάζεται πια γιατί όλοι οι μετρητές έχουν μνήμη, αναφέρει τις υπογλυκαιμίες και με διακριτικότητα ή αγανάκτηση λέει : «τώρα εγώ θα το πω στη γιατρό, τι τρως κάθε μέρα και ότι δεν μετριέσαι όσο συχνά χρειάζεται.»

Επειδή πιστεύω ότι αν δεν ζητήσω να μιλήσω μόνη μου με το παιδί της, την έχω χάσει την επαφή μαζί του, το κάνω πάντα.

Πολλές φορές διαπιστώνω ότι ο νέος αυτός άνθρωπος που μπορεί να είναι και 24 ετών, χαίρεται μεν που δεν έχει τη γκρίνια της μάνας του, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης του διαβήτη του.
Υπάρχει δηλαδή μια αμφιθυμική σχέση με την καταπίεση και τον έλεγχο που του εξασκείται. Π. χ. από την μια με κουράζει και μου σπάει τα νεύρα, από την άλλη θέλω να μου κάνει το πρωί την ινσουλίνη και να μου φέρνει το πρωινό στο κρεβάτι , ώστε να μην ξυπνάω εγώ και να μην κινδυνεύω να πάθω υπογλυκαιμία.

Τις περισσότερες φορές περιμένουν από τους γονείς τους να τρέξουν στο ταμείο τους για τα αναλώσιμα ή την ινσουλίνη, πράγμα που οι γονείς κάνουν φοβούμενοι μήπως μείνει το παιδί τους χωρίς.

Το δύσκολο εδώ είναι να μπορέσεις να βοηθήσεις την μητέρα να αποσυρθεί χωρίς αφενός να το εισπράξει αυτό σαν : «τόσα χρόνια εγώ ασχολούμαι και έρχεσαι εσύ τώρα ( η γιατρός) και μου λες να φύγω και θα τα βρείτε οι δυο σας», αφετέρου να πεισθεί ότι είναι άλλος τώρα ο ρόλος της και μόνο αν απομακρυνθεί θα αναλάβει την φροντίδα του διαβήτη το παιδί της, πράγμα που είναι και το ζητούμενο.

Πρέπει να πω ότι αυτό που με τρομάζει είναι όταν βλέπω νέους στα 20 και πάνω πλήρως αφημένους στην φροντίδα των γονιών τους. Να θεωρούν αυτονόητο ότι η μητέρα τους θα δώσει αναφορά για το τι έγινε από την περασμένη φορά που συναντηθήκαμε και δεν βλέπουν κανένα λόγο να μην είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης.

Διερωτώμαι σε τι βαθμό συνέβαλε η ύπαρξη του διαβήτη στην διαμόρφωση και διατήρηση μιας τέτοιας σχέσης. Σίγουρα δεν αρκεί να πεις : «αφήστε μας λίγο να τα πούμε οι δυο μας» για να τροποποιηθεί. Από την άλλη δεν μου πάει να αποφασίσω όπως στο πρώτο παράδειγμα, του ζεύγους των ηλικιωμένων, «άσε τα έχουν βρει μεταξύ τους».

Προβληματίζομαι, λοιπόν, αν και πώς να μεθοδεύσω κάποια παρέμβαση.