Ακροαζόμαστε - αλλά ξέρουμε να ακούμε;
Ένα πολύ συχνό παράπονο είναι το: «μα δεν με ακούς όταν σου μιλάω». Στη σχέση θεραπευτή-ασθενούς, με εξαίρεση τους ψυχιάτρους, ψυχολόγους κλπ., οι ασθενείς στην πλειοψηφία τους αισθάνονται ότι ο γιατρός δεν τους έδωσε τη δυνατότητα και το χρόνο να μιλήσουν.
Αυτό έχει πιστοποιηθεί και από μελέτη που έγινε σε Νοσοκομείο Ευρωπαϊκής χώρας, όπου η ανάλυση βιντεοσκοπημένης ιατρικής εξέτασης, έδειξε ότι οι γιατροί συνήθως διέκοπταν τον ασθενή στα 20-30 δευτερόλεπτα από την στιγμή που αυτός άρχιζε να μιλάει.
Βέβαια αυτό δεν αφορά μόνο την επικοινωνία γιατρού-ασθενούς. Πολύ συχνά παρατηρούμε αυτή την συμπεριφορά και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;
Ίσως να έχει να κάνει με τους επιταχυνόμενους ρυθμούς της ζωής μας.
Κυρίως όμως αισθανόμαστε την επιτακτική ανάγκη να ακουστεί και να γίνει αποδεκτή η δική μας άποψη, όχι μόνο για να επιβληθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να μας ακούσουν, άσχετα από το ότι εμείς δεν ξέρουμε να ακούμε τον άλλον.
Πολλές φορές την ώρα που ο συνομιλητής μας αναπτύσσει τις ιδέες του εμείς προετοιμάζουμε την δική μας απάντηση. Έτσι μπορεί να μην τον διακόπτουμε μεν, αλλά δεν τον προσέχουμε.
Οι παράλληλοι μονόλογοι, όπου ο καθένας προσπαθεί να περάσει την άποψη του, όπου η θέση του ενός δεν αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό των άλλων, (έτσι σπάνια οδηγεί στην τροποποίηση μιας ήδη διατυπωμένης θέσης), είναι κάτι που διδάσκεται κάθε βράδυ στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Αυτό βέβαια οδηγεί πολλούς από μας να αποφεύγουμε τις συζητήσεις μια και στο τέλος μας μένει μία μάλλον δυσάρεστη αίσθηση και απογοήτευση από το ότι δεν ενδιέφερε κανέναν να επικοινωνήσει.
Οι γιατροί διακόπτουν τον ασθενή τους γιατί ξέρουν λίγο ως πολύ τι πρόκειται να τους πει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της αφήγησης από ασθενή, μιας υπογλυκαιμίας που του συνέβη. Περιγράφει συνήθως το επεισόδιο επαναλαμβάνοντας πολλές φορές το πόσο πολύ ίδρωσε, το πόσο έτρεμαν τα χέρια του, την έντονη πείνα που ένιωσε, κ.τ.λ. Ο γιατρός, που έχει καταλάβει από τις πρώτες φράσεις, ότι πρόκειται για υπογλυκαιμία, αντιδρά, ως επί το πλείστον με ένα «εντάξει, εντάξει, κατάλαβα – πέστε μου πόσες μονάδες ινσουλίνης είχατε κάνει πριν».
Όμως για τον ασθενή, η εμπειρία αυτή ήταν απειλή ζωής! Αισθάνεται την ανάγκη να την περιγράψει, να μεταφέρει το φόβο που ένοιωσε και να παρηγορηθεί για την ταλαιπωρία που πέρασε.
Αν δεν «ακουστεί», αν νοιώσει ότι δεν μας ενδιαφέρει να μάθουμε πως ένοιωσε από αυτή την εμπειρία, θα πάψει να παρακολουθεί. Δεν θα το κάνει εκδικητικά, αλλά επειδή θα συνεχίζει να σκέπτεται πώς να μας μεταφέρει το βίωμα που είχε.
Πολλές φορές οι ασθενείς έχουν χαρακτηριστική στάση που υποδηλώνει το πώς νοιώθουν την ώρα που τους μιλάμε.
Π. χ.: Σταυρωμένα χέρια / πόδια, κλειστή στάση του σώματος, μακρινό βλέμμα, δάγκωμα των χειλιών. Αυτά τα σημάδια μπορεί να δείχνουν ότι μιλάμε για ένα θέμα που ανησυχεί τον ασθενή ή για το οποίο δεν αισθάνεται άνετα. Αυτή η ανησυχία θα πρέπει να διερευνηθεί πριν συνεχίσουμε την ανάπτυξη του θέματος, καθώς το αίσθημα ανησυχίας μπορεί να κυριαρχήσει μειώνοντας την προσοχή του ασθενούς μας και την δυνατότητα συγκράτησης των πληροφοριών.
Άλλοτε πάλι ο ασθενής μας κοιτάει αδιάφορα, η προσοχή του αποσπάται και εστιάζεται κάπου αλλού. Αυτές είναι ισχυρές ενδείξεις ότι δεν ασχολούμαστε με το πρόβλημα του, ή ότι έχουμε καταφύγει στο να του λέμε τι πρέπει να κάνει χωρίς να δουλεύουμε μαζί πάνω στα προβλήματα.
Σημάδια βαρεμάρας δείχνουν ότι πρέπει να ελέγξουμε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και να ξεκαθαρίσουμε τι προσδοκά από την επίσκεψη.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να του δώσουμε τη δυνατότητα να μας μιλήσει και τον χρόνο για να τον ακούσουμε.
Μπορεί κάποιος να διερωτηθεί : «Μα υπάρχει αυτός ο χρόνος έτσι όπως είναι οι συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία ή στα εξωτερικά ιατρεία;»
Σίγουρα η πίεση από την πληθώρα των περιστατικών είναι μεγάλη, όμως η εμπειρία μου είναι ότι, όταν ο άλλος καταλάβει ότι έχουμε την διάθεση και το ενδιαφέρον να τον ακούσουμε, θα κάνει σωστή διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου.
Οι περισσότεροι γιατροί (αλλά όχι μόνον) νομίζουμε ότι τα πράγματα που έχουμε να πούμε είναι σημαντικά και θα βοηθήσουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους ασθενείς μας.
Στην πραγματικότητα μπορούμε να προσφέρουμε πολύ περισσότερο και στον εαυτό μας, αν μάθουμε να ακούμε τον άλλον.
Πράγμα που μοιάζει να μην είναι ιδιαίτερα εύκολο.