Οταν η σχέση βαλτώσει
Πριν από δύο ημέρες, στο ιατρείο που κάνω για παιδιά και νέους, ήρθε ο Νίκος.
Ο Νίκος είναι γύρω στα τριάντα, έχει διαβήτη από 14 ετών και εγώ τον βλέπω τα τελευταία 5 χρόνια.
Δεν έχω προσωπική εικόνα του πώς ήταν τα πράγματα πιο παλαιά, εκείνο που ξέρω είναι ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια, όταν έρχεται στο Κέντρο (πάντα τυπικός στα ραντεβού του) γίνεται σχεδόν κάθε φορά ο ίδιος διάλογος:
- Τι κάνεις, πώς είσαι Νίκο;
- Καλά είμαι, όπως πάντα, δουλειά πολλή, ξέρετε πως είναι τα πράγματα (εργάζεται ως ταπετσιέρης).
- Μήπως αυτή τη φορά άρχισες να ελέγχεις το ζάχαρο σου;
- Σπάνια, μια φορά την εβδομάδα….. Δεν αρκεί ε; Τι ζάχαρο είχα σήμερα, πόσο βγήκε η γλυκοζυλιωμένη;
- Είναι και τα δύο ψηλά Νίκο, πώς να πέσει το ζάχαρο όταν δεν κάνεις δίαιτα και δεν έχεις και ιδέα του που κυμαίνονται οι τιμές σου.
- Δίκιο έχετε, τα έχουμε πει τόσες φορές άλλωστε! Θα προσπαθήσω πάντως να προσέχω περισσότερο.
Ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ, αλλά δεν έχει νόημα μια εκτενέστερη περιγραφή. Ο λόγος που το αναφέρω είναι γιατί ο Νίκος είναι ιδιαίτερα φιλικός, δείχνει να αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο της συμπεριφοράς του ως προς τη ρύθμιση του διαβήτη του, είναι έτοιμος να προσπαθήσει, αλλά δύο χρόνια τώρα, ίσως και παραπάνω, έχουμε μια από τα ίδια.
Δεν έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν δυνατότητες για μια πιο εις βάθος συζήτηση. Η προσπάθεια διερεύνησης του γιατί δεν κάνει τίποτε περισσότερο από τα άκρως απαραίτητα, αρχίζει και τελειώνει με κάτι σαν «ναι μωρέ αλλά τελικά μπλέκω με τη δουλειά, ή με την παρέα και εντάξει δεν γίνεται τίποτα».
Όπως ήδη ανέφερα είναι τυπικότατος στα ραντεβού στο Ιατρείο, στο να κάνει τις γενικές εξετάσεις όταν αυτό του ζητηθεί ή έστω και με καθυστέρηση, στο να πάει στον οφθαλμίατρο για έλεγχο.
Προχθές, μου πέρασε η ιδέα ότι, με το να έρχεται σε μένα κάθε τρεις μήνες, μπορεί γι αυτόν να σημαίνει, ότι δεν θα πάθει τίποτε, μια και παρακολουθείται τακτικά από διαβητολόγο, έστω και αν αυτός δεν κάνει τίποτα.
Κάτι ανάλογο με αυτό που πιστεύουν ορισμένοι δήθεν θρησκευόμενοι, ότι δηλαδή αν εξομολογηθείς σε παπά την αμαρτία πού έκανες, αυτή παραγράφεται, είναι σαν να μην έγινε.
Μπορεί και εγώ να συντηρώ αυτή την πεποίθηση με την κατανόηση και την ανεκτικότητα μου.
Γιατί άσχετα αν κάθε φορά επαναλαμβάνω το ότι δεν θα έπρεπε να πίνει 4 μπύρες σχεδόν κάθε μέρα, το ότι δεν μπορεί να ρυθμισθεί το ζάχαρο αν το μετράει μια φορά την εβδομάδα και ότι είναι επικίνδυνο να περιφέρεται με το μηχανάκι του, χωρίς να έχει ιδέα αν έχει υπογλυκαιμία ή όχι, συνεχίζω και τον βλέπω κάθε τρεις μήνες.
Έτσι την τελευταία φορά , όταν φεύγοντας με χαιρέτησε με το συνηθισμένο άνετο, εγκάρδιο χαμόγελο, λέγοντας : «θα είσαστε εδώ τον Αύγουστο για να κλείσω ραντεβού;» επιστράτευσα τη δύναμη μου και με ήπιο αλλά σταθερό τόνο, του είπα: «δεν νομίζω ότι έχει νόημα να ξαναέρθεις, δεν βλέπω να μπορώ να σε βοηθήσω , θα ήταν καλύτερα να έβλεπες κάποιον άλλον που θα είχε καλύτερα αποτελέσματα».
Δεν το έκανα για να εκβιάσω την κατάσταση, δεν ένοιωθα ότι με κούρασε ούτε ότι με θύμωνε η στάση του. Πίστευα ότι έπρεπε , εγώ τουλάχιστον, να έχω το θάρρος να αναγνωρίσω την αποτυχία αυτής της θεραπευτικής σχέσης.
Η σχέση γιατρού-ασθενούς δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής με κριτήριο το αν και οι δύο νοιώθουν άνετα μέσα σε αυτήν. Όλα αυτά είναι επιθυμητά , αλλά αν η κατάσταση υγείας του ασθενούς δεν βελτιώνεται ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει ρύθμιση του σακχάρου, η σχέση είναι αναποτελεσματική .
Η έκπληξη του Νίκου ήταν αναμενόμενη. Άσχετα με το τι θα έλεγα ή θα εξηγούσα εγώ, αυτός εισέπραττε απόρριψη.
«Έχετε δίκιο δεν κάνω τίποτα…..» δεν τον άφησα να ολοκληρώσει γιατί δεν ήθελα να κάτσει πάνω στην ερμηνεία, του «με βαρέθηκε γιατί δεν είμαι σωστός».
Άλλωστε δεν πρόκειται για αυτό, νομίζω ότι και εγώ με την ανεκτικότητα μου και την οποιαδήποτε κατανόηση του έχω δείξει, δεν τον βοηθάω στο να μπει σε ένα πρόγραμμα πειθαρχίας, ανάλογο με αυτό που έχει στην δουλειά του.
Παρά το ότι λογικά είμαι πεπεισμένη ότι έκανα τη σωστή κίνηση, αισθάνομαι σαν «να του την έφερα» και να τον άφησα ξεκρέμαστο.
Του είπα ότι θα του συστήσω σε ποιον συνάδελφο να πάει, ότι μπορεί να έρχεται να μας βλέπει όποτε θέλει κ.τ.λ.
Ο Νίκος δεν είναι μέσα στους νέους με τους οποίους έχω εγκαταστήσει κάποια πιο ουσιαστική σχέση. Η κατάλυση της θεραπευτικής μας επικοινωνίας, από αυτή την πρωτοβουλία μου, ήταν για μένα η αρχή ενός δύσκολου προβληματισμού, σχετικά με το αν, πότε και πως πρέπει να αφήνεις τον άλλον, (όταν αυτός είναι ο ασθενής σου).
Το ότι διαπιστώνεις ή υποθέτεις, ότι η πολύ καλή επικοινωνία σας αποτελεί καταφύγιο για τον ασθενή, τον ηρεμεί από το άγχος τού «δεν προσπαθώ», αντί να τον κινητοποιεί, είναι επαρκής λόγος για να κόψεις τις γέφυρες;
Δεν θα έκανα κάτι παρόμοιο με ένα έφηβο. Ξέρω ότι χρειάζεται να κρατήσω ανοικτό το κανάλι της επικοινωνίας μας, έτσι ώστε όταν περάσει η ηλικία της αντίδρασης, να ξαναδούμε τα πράγματα με άλλο μάτι.
Όταν όμως έχεις να κάνεις με κάποιον που έχει ήδη 15 χρόνια το νόσημα, είναι επαγγελματίας έχει οικογένεια, έχεις αφιερώσει 2-3 χρόνια για προσαρμογή και δεν αλλάζει τίποτα, παρά το γεγονός ότι του είχα επισημάνει την ματαιότητα μιας τέτοιας μη-συνεργασίας – τι νόημα έχει η διατήρηση αυτής της επικοινωνίας;
Ενώ τα σκέπτομαι όλα αυτά και λέω «δεν γινόταν αλλιώς», έχω μια πολύ πικρή αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Ναρκισσιστική αντίδραση που ίσως να δικαιολογείται από το ότι μου παρέπεμψαν τον Νίκο λέγοντας μου: «δες τον, αν και δεν νομίζω ότι θα έρχεται στα ραντεβού του».
Έχω ήδη πει ότι ερχόταν ανελλιπώς και στο τέλος εγώ τον έδιωξα. Διερωτώμαι τώρα: αυτό το σοκ θα λειτουργήσει θετικά;