Μεταθέτοντας το πρόβλημα
Η ιδέα γι’αυτό το post προέκυψε μέσα από συζήτηση, που είχα πριν μερικές ημέρες με δύο ανθρώπους, μια φίλη και έναν ασθενή μου.
Η φίλη μου με πήρε να μου πει ότι επισκέφθηκε διαιτολόγο (πρέπει να χάσει περί τα 15 κιλά λόγω προβλημάτων υγείας) ο οποίος της είπε να συνοδεύει κάθε γεύμα με άφθονη σαλάτα για να έχει το αίσθημα του κορεσμού.
Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
Εγώ:
- Έτσι δίνουμε πάντα γιατί αλλιώς νοιώθει πείνα κανείς και δεν τηρεί το διαιτολόγιο.
- Ναι αλλά εγώ δεν μπορώ να φάω σαλάτα, μου πέφτει βαριά, δεν έχω φάει σχεδόν ποτέ στη ζωή μου (αυτό ειπωμένο με ύφος εκνευρισμένο σαν να την είχαν προσβάλει).
- Δοκίμασε να φας βραστή σαλάτα, είναι πιο εύπεπτη .
- Α πα, πα δεν μου αρέσει καθόλου.
- Εντάξει τότε δεν θα έχει σαλάτα το γεύμα σου
- Μα δεν μπορεί να χορτάσω μόνο με την ποσότητα που έχω για κυρίως γεύμα!
- Αν αυξήσεις την ποσότητα αυτή, δεν θα καταφέρεις να χάσεις ούτε τα μισά από τα κιλά που πρέπει να χάσεις.
- Ε ναι, αλλά πως θα γίνει!
Στη δεύτερη περίπτωση, μιλάω με έναν νέο που έχει 20 χρόνια διαβήτη, κάνει τρεις ενέσεις την ημέρα και τώρα παρουσιάζει περίεργες διακυμάνσεις στις τιμές του ζαχάρου, που οφείλονται στο ότι έχει, όπως οι περισσότεροι νέοι, ακατάστατο ωράριο γευμάτων. Πριν από μερικές ημέρες έπαθε μια βαριά υπογλυκαιμία στον ύπνο του, τραυματίστηκε δαγκώνοντας τη γλώσσα του και τρόμαξε πολύ από το όλο συμβάν.
Έχω ήδη αναφερθεί σε αυτό, αλλά για όσους δεν ξέρουν από διαβήτη, πρέπει να πω ότι οι ενέσεις ινσουλίνης γίνονται με λεπτότατες κοντές βελόνες, δεν έχουν σχέση με αυτές που κάνουμε σαν ενδομυϊκές ή ενδοφλέβιες και ως εκ τούτου δεν πονάνε σχεδόν καθόλου.
Προκειμένου να μπορεί να έχει το πρόγραμμα ζωής που θέλει αλλά και καλή ρύθμιση του ζαχάρου του προτείνω να κάνει το πιο σύγχρονο σχήμα ινσουλινοθεραπείας που δίνει ελευθερία κινήσεων, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη τεσσάρων ενέσεων την ημέρα και περισσότερες μετρήσεις ζαχάρου, από τις δύο που κάνει ο ασθενής μου τώρα.
Η αντίδραση του ήταν:
- Μα τι μου λέτε τώρα; Να κάνω και άλλη ένεση;
- Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχει σχήμα που μπορεί να σου δώσει την δυνατότητα να τρως όποτε θέλεις, να μειώσεις τον κίνδυνο εμφάνισης υπογλυκαιμιών, να έχεις καλή ρύθμιση του ζαχάρου σου. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να κάνεις 4 αντί για 3 ενέσεις και να μετράς το ζάχαρο σου, πιο συχνά σε σχέση με τώρα.
Ακολουθεί έκφραση εκνευρισμού και αγανάκτησης και το «μα ποιος τα κάνει αυτά;»
- Όλοι οι νέοι που έχουν όπως εσύ το ίδιο πρόβλημα.
- Πολύ ωραία! τέλος πάντων δεν βλέπω να ακολουθώ αυτό το σχήμα
- Τότε ας μείνουμε σε αυτό που κάνεις αλλά να κοιμάσαι με πιο υψηλές τιμές ζαχάρου ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος υπογλυκαιμίας στον ύπνο.
- Ναι αλλά έτσι μπορεί να πάθουν τα μάτια μου….
Θεωρώ χαρακτηριστικό των δυο παραπάνω τύπων συμπεριφοράς, το ότι τα άτομα χρεώνουν τον άλλον ή τους άλλους με το πρόβλημα που καλούνται οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν, ενώ οι ίδιοι είναι απρόθυμοι να κάνουν οιαδήποτε παραχώρηση.
Δεν λένε δηλαδή: «Μου συνέβη κάτι, πρέπει να το αντιμετωπίσω, δεν μπορώ να υιοθετήσω αυτό που μου συστήνουν, άρα παραμένουν τα πράγματα ως έχουν, μέχρι να βρεθεί μια πιο εφικτή για μένα λύση» αλλά: «αυτό που μου προτείνεται δεν το μπορώ, δεν δέχομαι να παραμείνουν τα πράγματα όπως έχουν, δες εσύ τι θα κάνεις για να λύσεις το πρόβλημά μου».
Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι με σου μεταφέρουν την ευθύνη των τυχόν προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν, από το γεγονός ότι δεν βρήκες ΤΗ λύση.
Όπως: «και τι θα γίνει που εγώ με αυτά τα κιλά δυσπνοώ;» ή: «αν ξαναπάθω υπογλυκαιμία στον ύπνο μου και δεν συνέρχομαι;».
Ίσως να παίζει ρόλο και το πόσο επιρρεπής είναι ο συνομιλητής στο «να φορτωθεί» την απροθυμία ή αδυναμία του άμεσα ενδιαφερόμενου, για αλλαγή στάσης.
Ενδεχομένως κάποιος αδιάφορος θεραπευτής να μην άφηνε περιθώρια για διαπραγμάτευση, να έδινε την συνταγή με το νέο σχήμα και να τέλειωνε η συζήτηση εκεί.
Τι γίνεται όμως όταν από την μια δεν θέλεις να υιοθετείς παρόμοιο τρόπο συμπεριφοράς με τους ασθενείς σου, αλλά από την άλλη οι ίδιοι δεν έχουν μάθει να παίρνουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει και σε άλλους τομείς της ζωής τους.
Υπάρχει βέβαια ολόκληρη θεωρία, το health locus of control και το health belief model, που αναφέρονται στους τύπους των ανθρώπων ανάλογα με το ποιος πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνος για την έκβαση της υγείας τους.
Σύμφωνα με αυτές λοιπόν υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι υπεύθυνοι για την υγεία τους είναι μόνο οι ίδιοι. Άλλοι αναθέτουν τα πάντα στον θεραπευτή και άλλοι στην τύχη ή τον Θεό.
Μένει τώρα να εξετασθεί το πώς αντιδρά συνήθως ο θεραπευτής και πώς θα έπρεπε να αντιδράσει προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα.