'Οσα δεν λέγονται
Υπάρχουν μερικά πράγματα για τα οποία, στην σχέση γιατρού- ασθενούς, εμείς οι γιατροί ή μιλάμε πολύ δύσκολα, ή δεν τα λέμε με το όνομα τους. Παραδείγματα;
Η διερεύνηση της ύπαρξης στυτικής δυσλειτουργίας, επιπλοκή που μπορεί να εμφανισθεί μετά από μακροχρόνια ύπαρξη διαβήτη, συχνά παραμελείται, όχι λόγω άγνοιας αλλά από αμηχανία ή από φόβο μήπως υποβάλουμε στον ασθενή μας την ιδέα και του δημιουργήσουμε άγχος.
Πολλές φορές στην ερώτηση μας αν έχουν διαπιστώσει μείωση της στυτικής ικανότητας, δεχόμαστε σαν απάντηση την αγωνιώδη ερώτηση: « γιατί μπορεί να μου συμβεί; και αν ναι μετά από πόσα χρόνια διαβήτη;» Αυτό με τους νέους. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αισθάνονται αμήχανα ή και ότι θα έπρεπε να ντρέπονται που νοιώθουν σαν πρόβλημα την μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα τους.
Σπάνια θα αναφερθούν οι ίδιοι στο πρόβλημα αλλά νοιώθουν μεγάλη ανακούφιση αν το θίξει ο γιατρός και έτσι φανεί και κάποια προοπτική λύσης.
Μου φαίνεται παράξενο ότι σπάνια θίγεται το θέμα από την σύζυγο, σαν να θεωρεί ότι θα εκθέσει τον άντρα της. Μερικές φορές μοιάζει σαν να το έχει πάρει απόφαση, σκεπτόμενη ότι όταν οι άνθρωποι ζήσουν αρκετά χρόνια μαζί, δεν θα πρέπει να έχουν και απαιτήσεις για ερωτική ζωή.
Ένα άλλο θέμα είναι αυτό της παραπομπής του ασθενούς σε ψυχίατρο. Οι περισσότεροι γιατροί τον αναφέρουν σαν νευρολόγο ή ψυχολόγο, υιοθετώντας, με αυτό τον τρόπο, το στίγμα που υπάρχει σχετικά με το ψυχιατρικό νόσημα.
Σαν να επρόκειτο για την παραδοχή ότι, για να χρειάζεσαι ψυχιατρική βοήθεια, δεν σημαίνει ότι κάμφθηκαν οι προσαρμοστικοί μηχανισμοί σου, αλλά ότι έχεις χάσει την επαφή σου με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια ψυχίατρο χρειάζονται όσοι δεν έχουν «σώας τας φρένας» άρα βγαίνουν εκτός κοινωνικής οργάνωσης.
Πολλοί είναι αυτοί που υποφέρουν και δεν αναζητούν βοήθεια λόγω αυτής της προκατάληψης. Πέρα όμως από τον οποιονδήποτε κοινωνικό στιγματισμό, πολλοί άνθρωποι θεωρούν την προσφυγή σε ψυχίατρο, προσωπική αποτυχία και ανικανότητα , η δε αναφορά σε ηρεμιστικό ή αντικαταθλιπτικό φάρμακο, συνοδεύεται με επιφώνημα του τύπου : «αποκλείεται, θα πάθω εξάρτηση».
Μακάρι να είχαν οι άνθρωποι παρόμοια αντίδραση σχετικά με το κάπνισμα , το φαγητό και το αλκοόλ.
Να άλλο ένα θέμα- ταμπού. Σπανιότατα θα σου πει με ειλικρίνεια κάποιος που πίνει συστηματικά, πόσο πίνει.
Αν μάλιστα επιμείνεις στο να καθορίσεις με ακρίβεια την ποσότητα, η απάντηση είναι : «μα προς Θεού δεν είμαι αλκοολικός, άμα βρεθούμε με την παρέα.» Συνήθως τη πληροφορία ότι βρίσκεται κάθε βράδυ με την παρέα και ότι γίνεται κατάχρηση σε κρασί, ούζα κ.τ.λ , την παίρνουμε από τη σύζυγο ή από κάποιο από τα παιδιά.
Σπάνια όμως αναφέρουμε και εμείς οι γιατροί τη λέξη αλκοολισμός , σαν να φοβόμαστε ότι θα προσβάλουμε τον ασθενή μας.
Τα παραδείγματα που ανέφερα μέχρι τώρα, αποτελούν μικρό δείγμα της αμήχανης και ανελεύθερης σχέσης που μπορεί να έχουμε με ορισμένους από τους ασθενείς μας.
Υπάρχουν και χώροι, όπως αυτός των σεξουαλικών προτιμήσεων, που μοιάζει να είναι ερμητικά κλειστοί και απροσπέλαστοι.
Οι μη ειδικοί με το θέμα γιατροί, δυσκολευόμαστε πολύ να πούμε στον ασθενή μας, που παραπονείται για καταβολή και απώλεια βάρους, ότι θα πρέπει να κάνει έλεγχο για AIDS, αν πιστεύουμε ότι μπορεί να έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Γιατί;
Γιατί δυσκολευόμαστε, ακόμα και όταν δεν υιοθετούμε καμία από τις υπάρχουσες απόψεις σχετικά με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων, να τις διερευνήσουμε στη συζήτηση που κάνουμε με τον ασθενή μας;
Φαίνεται πως, η αμηχανία που μπορεί να προέρχεται αρχικά από τον ασθενή, διαιωνίζεται από τον θεραπευτή, ο οποίος ασυνείδητα την υιοθετεί .
Το πρόβλημα μου δεν έχει ακαδημαϊκή αξία.
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ξέρω ότι έχω προσωπικά εμπλακεί στα θέματα που ανέφερα, με τρόπο φοβισμένο και ανελεύθερο, έτσι ώστε να μην βοηθήσω τον ασθενή μου εκεί που χρειαζόταν, υπερβαίνοντας αυτά τα ταμπού.
Θέλω να ελπίζω ότι στο μέλλον θα μπορέσω, με απόλυτο σεβασμό στα τόσο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, να «ανοίξω εγώ την πόρτα».