Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008

Χρειάζονται και οι γιατροί…



Τα τελευταία χρόνια η δυνατότητα ενημέρωσης σε θέματα σχετικά με την αντιμετώπιση του διαβήτη είναι πολύ μεγάλη. Πολλοί από αυτούς που έχουν διαβήτη, κυρίως αυτοί με διαβήτη τύπου 1, έχουν πάνω από δύο μετρητές ζαχάρου και τα ανάλογα λογισμικά για να φτιάχνουν πίνακες και γραφικές παραστάσεις με τα δεδομένα των μετρήσεων που έχουν κάνει.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένοι να θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος να έχουν τακτική επικοινωνία με κάποιο γιατρό, γιατί, όπως ισχυρίζονται: «δεν έχει να μου πει τίποτα περισσότερο από αυτά που ξέρω».

Κάνουν σε τακτά διαστήματα τον απαραίτητο οφθαλμολογικό έλεγχο, όπως και εξετάσεις στο μικροβιολόγο, ο οποίος ενημερώνει για το αν είναι καλά τα αποτελέσματα ή όχι.

Αν υπάρξει πρόβλημα τότε μόνον απευθύνονται σε κάποιον, συνήθως σε αυτόν που πήγαιναν πριν διακόψουν, για να τους το λύσει.

Αν θεωρήσουμε ότι το κυρίως έργο του θεραπευτή είναι να πει στον ασθενή του, πώς βλέπει την κατάσταση του, είτε τι πρέπει να κάνει, τότε πράγματι μπορεί να μην υπάρχει λόγος να γίνεται πιο συχνά η επίσκεψη από μια φορά το χρόνο.

Αν όμως δεχθούμε ότι ο ρόλος μας είναι να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο ασθενής μας σχετικά με το πώς διαχειρίστηκε το διαβήτη του από το τελευταίο ραντεβού μέχρι σήμερα, ποιες δυσκολίες αντιμετώπισε, ποιους τρόπους επέλεξε για να τις ξεπεράσει, τότε οι τρείς μήνες που μεσολαβούν συνήθως είναι μεγάλος χρόνος.

Υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται χρόνια για να αποδεχθούν πραγματικά ότι έχουν χάσει αμετάκλητα, ένα μέρος της υγείας τους. Μπορεί όταν ήταν στο σχολείο, να είχαν βρει κάποιους τρόπους να το «τακτοποιήσουν». Όταν όμως αλλάξουν οι συνθήκες ζωής, επάγγελμα, προσωπικές σχέσεις κ.τ.λ. μπορεί, ο μέχρι τώρα τρόπος ζωής με τον διαβήτη, όχι μόνο να μην είναι λειτουργικός αλλά να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην καλή ρύθμιση του ζαχάρου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το παιδί που δεν λέει ότι έχει διαβήτη, όσο πηγαίνει σχολείο κάνει την ινσουλίνη τακτές ώρες στο σπίτι του, άρα δεν εκτίθεται σε συμμαθητές.

Όταν βρεθεί σε χώρο εργασίας ή σπουδάζει σε κάποια ανώτερη σχολή, τα ωράρια δεν είναι δεδομένα, το να βρίσκεται σπίτι σε συγκεκριμένες ώρες είναι δύσκολο και τότε, τα πράγματα δυσκολεύουν.

Η σχέση με τον γιατρό μπορεί να βοηθήσει στην απεμπλοκή και στην απελευθέρωση από το φόβο του «μην τυχόν και το ανακαλύψουν».

Η φοβία της υπογλυκαιμίας αποτελεί άλλον ένα αγκάθι στην καθημερινότητα ορισμένων από αυτούς που χρειάζεται να κάνουν ινσουλίνη.

Είναι ασύλληπτο το πόσο μπορεί να ταλαιπωρείται κανείς όταν διακατέχεται από υπερβολικό και αναιτιολόγητο φόβο, μήπως πάθει υπογλυκαιμία.

Συνήθως τα άτομα αυτά κάνουν 10 έως 15 μετρήσεις την ημέρα, 5-6 ενέσεις και παρόλα αυτά δεν έχουν καλή ρύθμιση του ζαχάρου τους.

Χρειάζεται κάποιος που να είναι γνώστης του προβλήματος διαβήτης-ινσουλίνη-υπογλυκαιμία, αλλά να μπορεί να κρατήσει απόσταση από αυτό, για να γίνει η «απευαισθητοποίηση» που θα οδηγήσει σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Νομίζω ότι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, ο γιατρός έχει καθοριστικό ρόλο να παίξει στην ρύθμιση του διαβήτη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρώτα θα ακούσει και μετά, ανάλογα με αυτά που άκουσε, θα προσφέρει τη δική του βοήθεια

Κυριακή, Απριλίου 20, 2008

Ανακοίνωση

Ο συνάδελφος και φίλος Αντώνης Λιόλιος, τακτικός σχολιαστής του blog, με παρακάλεσε να φιλοξενήσω την αναγγελία του για το 6ο Συμπόσιο Εντατικολογίας που οργανώνει. Λεπτομέρειες ΕΔΩ.

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008

Επαναπροσδιορισμός στόχου

Πάει πολύς καιρός που δεν έγραψα ποστ. Δεν ήταν τόσο οι υποχρεώσεις, τα συνέδρια, κλπ., όσο η αίσθηση ότι δεν πέτυχα αυτό που φανταζόμουνα: να δημιουργηθεί ένας χώρος συζήτησης ανάμεσα σε άτομα με χρόνιο νόσημα, κυρίως βέβαια με διαβήτη. Νόμιζα ότι η ανωνυμία θα συνέβαλε στο να συμμετέχουν κυρίως αυτοί που επιλέγουν να μη λένε ότι έχουν διαβήτη.

Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Δεν είναι θέμα χρόνου. Πέρασαν δεκαπέντε μήνες από το πρώτο πόστ, πήρα πολλά θετικά και πολύ ζεστά σχόλια, όμως αυτοί που εγώ περίμενα, δεν ήρθαν. Μπορεί (και υποπτεύομαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει) να διάβαζαν αυτά που έγραφα, χωρίς να σχολιάζουν και χωρίς να εκτεθούν.

Εγώ όμως, από τη φύση της δουλειάς μου, έχω μάθει – και με έχει γοητεύσει – στην ομορφιά και τη δύναμη της άμεσης επικοινωνίας. Αυτής που επιδιώκω και έχω με τους ασθενείς μου, σε καθημερινή βάση. Έτσι, μοιραία κατέληξα να σκέφτομαι: γιατί να κάθομαι να γράφω;

Δεν πιστεύω ότι έχω κάτι τόσο σημαντικό να πω, που αν δεν ειπωθεί θα μας λείψει.

Ίσως όμως τα θέματα που με απασχολούν σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος υγείας του καθενός, καθώς και τη σχέση γιατρού-ασθενούς, έχουν ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να προβληματισθούμε γύρω από αυτά.
Με άλλα λόγια, με ενδιαφέρει να συζητήσω και όχι να διδάξω.

Το περασμένο Σάββατο, ήμουνα στα Γιάννενα για να συντονίσω και να μιλήσω σε ένα κλινικό φροντιστήριο, σε Ημερίδα που διοργάνωνε η Διαβητολογική Εταιρεία.
Όταν τέλειωσα την ομιλία μου, με πλησίασαν ένας νεαρός και μια κοπέλα , φοιτητές της Ιατρικής, όπως μου είπαν, και με ρώτησαν γιατί σταμάτησα να γράφω στο blog.

Την ώρα εκείνη σε αυτό το χώρο, η ερώτηση με ξάφνιασε. Τους είπα αυτά που έγραψα ήδη εδώ. Η αντίδραση τους με ξάφνιασε ακόμα περισσότερο, μου είπαν : «όμως εμάς δεν μας διδάσκουν πουθενά το πώς να αντιμετωπίζουμε και να συμπεριφερόμαστε στους ασθενείς μας. Μέσα από το δικό σας blog μάθαμε πολλά».

Αυτή η «χρήση» του blog, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό. Και ναι μεν δεν πιστεύω ότι μαθαίνεις το πώς να προσεγγίζεις τον ασθενή σου, διαβάζοντας πώς το κάνει κάποιος άλλος, αλλά νομίζω ότι τουλάχιστον μπορεί να σε βοηθήσει να δεις, τι ΔΕΝ πρέπει να κάνεις.

Επαναπροσδιορισμός αρχικού στόχου, λοιπόν. Αυτό είναι για μένα πιο δύσκολο. Δεν είμαι συγγραφέας, δεν γράφω για να εκφραστώ αλλά για να ξεκινήσω ένα διάλογο.

Αν το καταφέρω θα έχω και εγώ κάποιο όφελος. Μπορεί αυτό να είναι ένας τρόπος για πιο ελεύθερη αφήγηση, μια και το θέμα τώρα είναι ευρύτερο.

Θα δούμε.

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

Μοιρολατρία ;




Σήμερα ήρθε στο ιατρείο μια γυναίκα γύρω στα 45, με διαβήτη τύπου 1 εδώ και 20 χρόνια.
Ήρθε για πρώτη φορά στο Κέντρο πριν από 10 μήνες και από τότε την έχω δει 4 φορές.
Μου επανέλαβε αυτό που μου είχε πει την πρώτη φορά που την είδα: «Εμένα το ζάχαρο μου δεν έχει ποτέ ρυθμιστεί».

Πρόκειται για μια καθηγήτρια ξένης γλώσσας, φαίνεται ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος , γυναίκα δραστήρια που ασχολείται, θα έλεγα με μαχητικό τρόπο με διάφορα πράγματα φιλολογικά και καλλιτεχνικά.

Κάνει 4 ενέσεις την ημέρα μετράει 2-3 φορές το ζάχαρο της, προσέχει αρκετά τη διατροφή της, έχει συχνές και κάποιες φορές βαριές υπογλυκαιμίες και έχει σχεδόν πάντα, γλυκοζυλιωμένη πάνω από 8%, πράγμα που σημαίνει ότι πράγματι το ζάχαρο της δεν είναι καθόλου καλά ρυθμισμένο.

Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι ο τρόπος με τον οποίο μου δηλώνει ότι δεν μπορεί να ρυθμίσει το ζάχαρο της. Σαν αυτό να είναι κάτι το δεδομένο, που δεν μπορεί να αλλάξει , αυτή το έχει αποδεχθεί και καλό θα ήταν να το αποδεχόμουνα και εγώ.

Δεν πρόκειται για τον άνθρωπο που δεν είναι πρόθυμος να κάνει τίποτα, δεν μετράει το ζάχαρο του, δεν ακολουθεί σωστή διατροφή. Εντάξει, κάνει κάποιες παρεκτροπές, όπως λέει η ίδια, όχι όμως τέτοιες που να δικαιολογούν τις τιμές που έχει.

Δηλώνει με πολύ φυσικό τρόπο : «φαίνεται ότι εγώ δεν συνειδητοποίησα ποτέ μου ότι έχω διαβήτη και φέρομαι σαν να μην υπάρχει, ίσως γι αυτό να μην έχει ρυθμιστεί.»

Η εμπειρία μου είναι ότι αυτοί που αρνούνται την ύπαρξη του διαβήτη, ζουν σαν να μην υπάρχει, μετράνε ελάχιστες φορές το ζάχαρο, μπορεί να φάνε δυο τρία γλυκά μετά από γεύμα και κατά τεκμήριο δεν πάνε σε γιατρό παρά μόνο για να διατηρήσουν μια επαφή και να τους γράφει την συνταγή για την ινσουλίνη.

Η γυναίκα που είδα σήμερα, έδινε την εντύπωση ανθρώπου που ξέρει ότι έχει διαβήτη.
Στη συνέχεια της συζήτησης μου είπε: «μήπως υπάρχουν κάποιοι που έτσι και αλλιώς θα έχουν πάντα υψηλό ζάχαρο, ό,τι και να κάνουν. Βέβαια εγώ νοιώθω πάρα πολύ καλά όταν έχω ζάχαρο 300, αλλά ξέρω επίσης ότι σύντομα θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι επιπλοκές. Πόσο καιρό μπορεί να αντέξει ο οργανισμός σε τόσο υψηλές τιμές, χωρίς να παρουσιάσει προβλήματα;».

Όλα αυτά ειπωμένα σαν “matter of fact”, σαν να μην την αφορούσαν. Έδινε την εντύπωση ότι είχε καταφέρει να αποδεχθεί τη μοίρα της και να είναι συμφιλιωμένη με αυτή.

Αυτό που δεν ξέρω είναι, αν περιμένει από μένα να μην συμφιλιωθώ με την άποψη της (ότι δεν γίνεται τίποτα) και να προσπαθήσω να καταφέρουμε μια καλύτερη ρύθμιση, ή να την δεχθώ με την μοιρολατρική της στάση και να πάψω να την ενθαρρύνω στο ότι μπορεί να τα καταφέρει.

Αυτό που βγήκε από τη συζήτηση μας είναι πως η πιθανότερη αιτία για την κακή ρύθμιση, είναι το ότι έχει συνηθίσει να βλέπει ιδιαίτερα υψηλές τιμές και δεν κάνει τις διορθωτικές κινήσεις (π. χ. αύξηση των μονάδων ινσουλίνης) όταν μετράει και βρίσκει υψηλή τιμή ζαχάρου. Η ίδια το αποδίδει σε φόβο υπογλυκαιμίας, αλλά και στο ότι «δεν έχει νόημα η όλη προσπάθεια, έτσι και αλλιώς δεν πρόκειται να τα καταφέρει».

Θα υπενθυμίσω ότι δεν πρόκειται για κάποια «κακομοίρα» που έχει παρόμοια στάση σε άλλους τομείς της ζωής της. Κάθε άλλο: σου δίνει την εντύπωση μιας γυναίκας με ήρεμη σιγουριά και αυτοπεποίθηση.

Η παρουσίαση της, σε αυτό εδώ το πόστ, με βοήθησε να τη δω διαφορετικά. Νομίζω ότι τελικά έχει δίκιο όταν λέει : «εγώ δεν δέχθηκα ποτέ ότι έχω διαβήτη».

Μπορεί την άρνηση της να την εκφράζει διαφορετικά από άλλους, αλλά σε τελευταία ανάλυση όσο δεν παλεύει για να πετύχει καλύτερη ρύθμιση, είναι γι αυτήν σαν να μην υπάρχει ο διαβήτης.

Άρα οι δικές μου προτάσεις για πιο αποδοτικά θεραπευτικά σχήματα, ή η ενθάρρυνση ότι μπορεί να τα καταφέρει, είναι πολύ πιθανόν να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα, μια και αλλού είναι το πρόβλημα. Στο να καταλάβουμε, τόσο αυτή. όσο και εγώ, γιατί δεν μπόρεσε να ενσωματώσει το διαβήτη στη ζωή της.

Καλή Χρονιά σε όλους !