Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Καταναλωτική Ιατρική



Τα τελευταία 3-4 χρόνια, μετά από μια περίοδο σχετικής αδράνειας, κυκλοφόρησαν , πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στην Ευρώπη, νέα σκευάσματα και τεχνολογικά βοηθήματα για το διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2.

Τα περισσότερα κυκλοφορούν από μερικούς μήνες και στην Ελλάδα, άλλα πρόκειται να έρθουν στις αρχές φθινοπώρου.

Όπως είναι φυσικό, οι άνθρωποι που έχουν χρόνιο νόσημα, επενδύουν πολλές ελπίδες σε κάθε κυκλοφορία νέου σκευάσματος, αναζητώντας αν όχι απόλυτα τη λύση του προβλήματος, τουλάχιστον τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.

Αυτό ακούγεται αυτονόητο και δεν θα υπήρχε θέμα προς συζήτηση, αν τα πράγματα στην πράξη ήταν τόσο απλά.

Αν δηλαδή , ίσχυε στην Ιατρική η εξίσωση: καθετί το καινούργιο είναι αποτελεσματικότερο και καλύτερο, τότε πράγματι θα δικαιολογείτο η αγωνία για την απόκτηση του.

Όταν όμως ακούω τους ασθενείς μου να με ρωτάνε : «κάποιος γνωστός μου παίρνει κάτι καινούργια φάρμακα, που είναι και πολύ ακριβά, εγώ γιατί να μην αλλάξω;» σκέφτομαι ότι ένα από τα αποτελεσματικότερα ιατρικά σκευάσματα είναι η ασπιρίνη, φάρμακο εκατό ετών και πάμφθηνο.

Αυτό που συμβαίνει όμως, τουλάχιστον στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με διάφορα φάρμακα είναι ότι αναγγέλλεται η κυκλοφορία τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πολλές φορές πριν καν ενημερωθούν οι γιατροί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κυκλοφορία της εισπνεόμενης ινσουλίνης: άκουσα ότι θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα στις επόμενες ημέρες και αυτό ήταν στην αρχή σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων!

Ο τρόπος που παρουσιάζονται τα νέα ιατρικά σκευάσματα, έχει τον χαρακτήρα καταναλωτικού προϊόντος. Σαν να πρόκειται για κάτι που έρχεται να λύσει το πρόβλημα διαβήτης, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενες παρενέργειες , δεν γίνεται διαχωρισμός σε ποιους έχει ένδειξη η χορήγηση του συγκεκριμένου σκευάσματος και τέλος δεν αναφέρεται το κόστος της θεραπείας σε σχέση με της ήδη υπάρχουσες.

Σε αυτή τη χώρα δεν νομίζω να απασχόλησε σοβαρά τον ιατρικό κόσμο η τιμή του φαρμάκου που επιλέγει ο γιατρός να συνταγογραφήσει, σε σχέση με αντίστοιχα εξίσου αποτελεσματικά, αλλά πολύ φθηνότερα.

Οι ασφαλισμένοι, αισθάνονται και δικαίως, ότι έχουν καταβάλει υψηλότατες εισφορές στο ταμείο τους και ως εκ τούτου δικαιούνται να έχουν την καλύτερη δυνατή περίθαλψη. Παραμένει βέβαια τεράστιο θέμα το ότι στο Νοσοκομείο συνταγογραφούμε καθημερινά σε βιβλιάρια ασφαλισμένων του ΟΓΑ που είναι χρόνια τώρα μόνιμοι κάτοικοι περιοχής Πατησίων ή Κυψέλης, καθώς και σε βιβλιάρια Κοινωνικής Πρόνοιας σε άτομα που εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Όμως δεν θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει και το θέμα του κόστους για το κοινωνικό σύνολο;
Δεν έχει άραγε καμία σημασία το ότι η μια μονάδα εισπνεόμενης ινσουλίνης κοστίζει 0.18 λεπτά ενώ η ήδη υπάρχουσα 0.03 – χωρίς να υπερτερεί η εισπνεόμενη σε τίποτα σε σχέση με την υποδόρια.

Πόσο θα εμπιστευθεί ο ασθενής τον γιατρό του, αν αυτός αναφερθεί σε θέμα κόστους του φαρμάκου;

Στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, έχουν τεράστιο μερίδιο αγοράς τα λεγόμενα ισοδύναμα φάρμακα (generics). Πρόκειται για σκευάσματα των οποίων έχει λήξει η πατέντα, και παρασκευάζονται ισοδύναμα αυτών από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.

Δεδομένου ότι αυτές δεν έχουν το αρχικό κόστος έρευνας και εξέλιξης του προϊόντος , (όπως η εταιρεία που το παρασκεύασε για πρώτη φορά) μπορούν να το διαθέτουν σε πολύ οικονομικότερη τιμή.

Στην Ελλάδα το κράτος δεν προωθεί αυτά τα προϊόντα – πράγμα που χωρίς ζημιά για τον ασθενή θα μείωνε το κόστος της περίθαλψης. Δεν αναφέρομαι βέβαια στα παλιότερα λεγόμενα «φασόν» (απομιμήσεις) που δεν έχουν περάσει από αυστηρό έλεγχο για επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας τους.

Όμως το θέμα μου δεν αφορά τα οικονομικά της Υγείας. Αυτό που με απασχολεί, σαν θεραπευτή, είναι το ότι σε μερικά από τα νέα σε κυκλοφορία σκευάσματα, μετά από χορήγηση σε μεγάλους πληθυσμούς ασθενών, παρατηρούνται παρενέργειες , πέραν από τις ήδη γνωστές και αναμενόμενες.

Και βρίσκεται κανείς να παρακολουθεί, αμήχανα, πολλές φορές πάλι μέσω τηλεοράσεως, την αναφορά σε σοβαρές παρενέργειες, για φάρμακα πολλά υποσχόμενα που αναγγέλθηκαν και διαφημίστηκαν με στόμφο.

Από την άλλη μεριά δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς μερικά χρόνια πριν συνταγογραφήσει κάποιο σκεύασμα που είναι προϊόν πολύ προχωρημένης έρευνας, με τη σκέψη του «άσε καλύτερα να δοκιμασθεί πρώτα». Κάτι τέτοιο μπορεί να στερήσει τους ασθενείς τη δυνατότητα έγκαιρης πρόσβασης σε αποτελεσματικές θεραπείες.

Η μόνη λύση, στο παραπάνω δίλημμα είναι η συνεχής και από πολλές διαφορετικές πηγές, επιστημονική ενημέρωση. Η παρακολούθηση της κριτικής που ασκείται από τους ερευνητές σε διάφορα έγκυρα ιατρικά περιοδικά, καθώς και ο διάλογος που υπάρχει σχετικά με τις κατηγορίες των υπό συζήτηση φαρμάκων.

Πάνω από όλα να μπορεί κανείς ο γιατρός να μην υποκύπτει στην πίεση που εξασκεί ο ασθενής για πρόσβαση στο οποιοδήποτε νέο σκεύασμα (ή τεχνολογικό μέσο) που άκουσε στην τηλεόραση.

Η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη όλων μας για εξέλιξη και στην ευθύνη που έχουμε σαν γιατροί απέναντι στους ασθενείς μας, μοιάζει να γίνεται τα τελευταία χρόνια όλο και πιο δύσκολη.

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2007

+ Κατερίνα Κουλουρίδου

Καλό μήνα σε όλους! Επανέρχομαι μετά από αρκετό καιρό. Οι λόγοι της απουσίας: πολλές επιστημονικές εκδηλώσεις αυτή την περίοδο, συνεπώς η προετοιμασία δεν αφήνει χρόνο για blogging.

Υπάρχει παράλληλα και η αίσθηση ότι δεν φύτρωσε, από αυτή την διαδικασία, γόνιμος διάλογος με αυτούς που τους αφορά άμεσα το θέμα διαβήτης.

Επαναλαμβανόμενοι μονόλογοι, κυρίως από ανθρώπους που «διδάσκουν» με πολύ καλή πρόθεση, αλλά έξω από τον χορό.

Διερωτώμαι αν, η μη κατάθεση οιασδήποτε προσωπικής εμπειρίας, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση, δεν λειτουργεί ανασταλτικά γι αυτούς που ζουν με το πρόβλημα διαβήτης.

Μπορώ να φανταστώ κάποιον νέο να λέει, διαβάζοντας τα κείμενά μου και ορισμένα σχόλια: «καλά εντάξει, αυτά ακούμε τόσα χρόνια, πέστε τα για άλλη μια φορά μόνοι σας».

Τείνω να συμφωνήσω ότι θα έχει δίκιο.

Επανέρχομαι όμως, γιατί όπως έγραψα και στο πρώτο μου ποστ, θέλω να επικοινωνήσω με αυτό τον κόσμο και έξω από το χώρο του Νοσοκομείου και, κυρίως, (πράγμα που το βλέπω πολύ δύσκολο), να δημιουργήσω μια εστία όπου άτομα με χρόνιο νόσημα θα ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες.

Στο μήνα που πέρασε συνέβη κάτι τραγικό για το χώρο του διαβήτη στην Ελλάδα.

Έφυγε από την ζωή η Κατερίνα Κουλουρίδου, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ατόμων με Διαβήτη.

Την Κατερίνα την ήξερα καλά, με είχε χρήσει σύμβουλο επί ιατρικών θεμάτων της Ομοσπονδίας, έτσι ώστε να παρίσταμαι και να βοηθάω όταν χρειαζόταν να διεκδικήσει κάτι για τα συμφέροντα των ατόμων με διαβήτη.

Με διαβήτη τύπου 1 η ίδια, έδωσε με επιμονή και συνέπεια σημαντικούς αγώνες έτσι ώστε να ενημερωθεί η κοινωνία μας σχετικά με το τι σημαίνει διαβήτης, να αποκτήσουν τα άτομα με διαβήτη καλύτερες παροχές σε υλικά που συμβάλουν καθοριστικά στην ρύθμιση του ζαχάρου.

Ήταν η μόνη που ασκούσε έλεγχο στο που διατίθενται τα όποια κονδύλια για την αντιμετώπιση του διαβήτη. Ευνόητο είναι ότι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δεχθεί πόλεμο, πράγμα που δεν την πτοούσε καθόλου, αντιθέτως την ωθούσε στο να παλεύει για την συμμετοχή της στα όργανα λήψεως αποφάσεων τα σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ειδικότερα με διαβήτη.

Δημιούργησε το περιοδικό Γλυκειά Ζωή, ένα πολύ ζωντανό και μαχητικό έντυπο, που διανέμεται δωρεάν σε χιλιάδες άτομα με διαβήτη. Τα τελευταία χρόνια το περιοδικό πήρε άλλη διάσταση, τόσο στη θεματολογία όσο και στην εμφάνιση, μετά από την ανάληψη της ευθύνης για την σύνταξη του, από τον Νίκο Φιλίππου.

Είχα συμμετάσχει μαζί της σε εκστρατείες ενημέρωσης και επιμόρφωσης, σε θέματα σχετικά με το διαβήτη, από το Διδυμότειχο μέχρι την Κρήτη.

Κάθε φορά με εντυπωσίαζε ο ενθουσιασμός της και η μαχητικότητα της προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, μέσω της υποστήριξης των φαρμακευτικών εταιριών.

Η Κατερίνα σε ηλικία 52 ετών πριν 10 μέρες «προσεκομίσθη νεκρή» στο ΚΑΤ – και αυτό που με τρελαίνει είναι ότι δεν ξέρουμε ακριβώς την αιτία θανάτου.

Το ιατροδικαστικό πιστοποιητικό έγραφε « πνευμονικό οίδημα» αλλά ξέρουμε ότι αυτό αποτελεί (εκτός αν κάνει κανείς χρήση ναρκωτικών ουσιών) διάγνωση αμηχανίας, όταν δεν υπάρχουν άλλα ευρήματα.

Τα πιο φοβερό όμως είναι ότι υπάρχει έντονα η υποψία, βλέποντας τις τιμές στον μετρητή ζαχάρου που είχε, ότι μπορεί να κατέληξε λόγω διαβητικής οξέωσης, με άλλα λόγια, από πολύ υψηλό ζάχαρο ή από κάποια επιπλοκή που προήλθε από το γεγονός ότι ήταν για δύο 24ωρα με ιδιαίτερα υψηλές τιμές ζαχάρου.

Η Πρόεδρος των ατόμων με διαβήτη!

Τι να σημαίνει αυτό; Ότι δεν φτάνει μόνο να έχει κανείς γνώσεις (η Κατερίνα ήξερε από διαβήτη) χρειάζεται και κάτι ακόμα ώστε να κινητοποιηθείς για να τις εφαρμόσεις ή να ζητήσεις βοήθεια.

Οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος μπορεί να υπερεκτιμήσουν τις ικανότητες κάποιου και να μην δράσουν ανάλογα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχαν αρκετοί γύρω της που δεν αξιολόγησαν το ότι κοιμότανε μέχρι τις 11 το πρωί, πράγμα ασυνήθιστο γι αυτήν.

Οι άνθρωποι που έχουν σημαντική θέση σε κάποιο χώρο, τις περισσότερες φορές, δεν αναθέτουν το πρόβλημά τους σε κανένα – και κανείς δεν τολμά να επέμβει. Αποτέλεσμα να μην έχουν ούτε τη στοιχειώδη ιατρική φροντίδα, που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, (κάτι παρόμοιο φαίνεται ότι συνέβη και με τον Αρχιεπίσκοπο).

Η απώλεια για τον χώρο των ατόμων με διαβήτη είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ μεγάλη. Δεν πρόκειται απλώς για κάποια πρόεδρο που έφυγε και στην θέση της θα εκλεγεί κάποιος άλλος για να συνεχίσει το έργο. (Αυτό ελπίζω και πιστεύω ότι θα γίνει). Πρόκειται για ένα άτομο που δημιούργησε και έστησε θεσμούς – από το μηδέν.

Η Κατερίνα Κουλουρίδου ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος ήξερε να διεκδικεί αποτελεσματικά αυτό που η ίδια αποκαλούσε αυτονόητο, αλλά που στο τόπο μας κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι.