"Αφού εγώ νιώθω καλά!"
Πριν από μερικές ημέρες, ένας συνάδελφος, ειδικευόμενος στο νοσοκομείο μας, μου είπε: «Έχω σκεφθεί να σας φέρω να δείτε τον πεθερό μου, είναι 68 χρονών, έχει διαβήτη, υποτίθεται ότι παίρνει κάποια χάπια, αλλά είναι εντελώς αρρύθμιστο το σάκχαρο του. Το σκέφτομαι πολύ να του πω να έρθει γιατί θα σας σπάσει τα νεύρα, όπως τα έχει σπάσει σε μένα και στην κόρη του. Δεν κάνει τίποτα για το σάκχαρο του και όταν του το λες σου απαντάει: Ξέρω εγώ – λίγο αν προσέξω θα το ρίξω».
Από το ύφος της παραίτησης και της αγανάκτησης του συναδέλφου καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος τους είχε κουράσει, ότι το ενδεχόμενο να πάθει εγκεφαλικό ή κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο – έχει και υπέρταση – και να γίνει η οικογένεια άνω κάτω, πλανιόταν σαν απειλή.
Του είπα ότι ήθελα να τον δω, του έκλεισε ραντεβού και χθες ήρθε στο νοσοκομείο.
Περιγράφω εδώ την όλη διαδικασία, μαζί με τον δικό μου προβληματισμό, γιατί βρίσκω ότι αποτελεί μια πολύ χαρακτηρολογική περίπτωση που αφορά πολλούς ανθρώπους.
Ο πεθερός του συναδέλφου ήταν ένας, όπως λέμε «πολύ καλοστεκούμενος κύριος», που έδειχνε νεώτερος από την ηλικία του. Κάθισε απέναντί μου με το ύφος που έχουν οι άνθρωποι που τους έχουν φέρει (η πολλή γκρίνια κάποιων συγγενών) και που περιμένουν να ακούσουν μια από τα ίδια, να ευχαριστήσουν και να φύγουν.
Πράγματι άλλοτε έπαιρνε τα χάπια άλλοτε όχι, ήξερε ότι έπρεπε να τρώει συχνά και μικρά γεύματα, αλλά «να εχθές ήμουνα όλη την ημέρα νηστικός, το απόγευμα κάποιος έφερε στο μαγαζί πίττες και έφαγα τέσσερα μπορεί και πέντε κομμάτια».
Ένοιωθα τον συνάδελφο που καθόταν δίπλα να σκέφτεται « αν είναι δυνατόν, ρεζίλι θα με κάνει!»
Και όμως ο άνθρωπος που είχα απέναντι μου φαινόταν, έξυπνος, γεμάτος ενεργητικότητα, παρά το ότι είναι στη σύνταξη πηγαίνει κάθε μέρα και εργάζεται στην επιχείρηση συγγενούς του, για να μην κάθεται. Αθλητής στα νιάτα του με καριέρα διεθνή, φροντίζει τώρα να κινείται όσο μπορεί.
Δεν έχει σημασία εδώ, να περιγράψω όλη τη στιχομυθία, αυτό που νομίζω ότι έχει σημασία, είναι το ξέσπασμα του στην δική μου αντιμετώπιση, που δεν τον είδα σαν ένα απείθαρχο ασθενή αλλά σαν άνθρωπο που νοιώθει καλά και θέλει να ζει σαν να μην έχει τίποτα.
«Δεν φοράω ποτέ μου παλτό, δεν ξέρω τι θα πει κρυολόγημα», «δεν κουράζομαι όσο και να δουλέψω», « αισθάνομαι γερός» κ.τ.λ. ήταν μερικά από όσα, με κρυφή υπερηφάνεια, μου είπε.
Το να πάρει χάπια, να φάει σε συγκεκριμένη ώρα, να υπολογίσει πόσο θα φάει κ.τ.λ., καταρρίπτει την εικόνα που έχει για τον εαυτόν του: είμαι γερός είμαι δραστήριος , δεν γερνάω δεν έχω τίποτα.
Όσο τα παιδιά του τον κυνηγάνε για να μην πάθει, τόσο αυτός πρέπει να αποδείξει ότι αυτός δεν κινδυνεύει και ας έχουν αρχίσει οι δικοί του να τρέμουν το εγκεφαλικό.
Σε ένα αρχικό σχόλιο ο ‘ναυαγός’ έλεγε αναφερόμενος στον πατέρα του που έχει διαβήτη και δεν αλλάζει τις συνήθειες του: « Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να βελτιώσει τη ζωή του και τον προσδόκιμο όρο ζωής. Συνήθως όμως η ισχύς των επιχειρημάτων μου εξαντλείται μερικές μόνο ημέρες μετά το πέρας των αλλεπάλληλων αγγειοπλαστικών που έγιναν τα τελευταία χρόνια...»
Πράγματι είναι πολύ δύσκολη μια αποτελεσματική προσέγγιση. Αυτό που νομίζω ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικό είναι να αραδιάζει κανείς τα ιατρικά επιχειρήματα του τύπου : θα πάθεις τούτου και το άλλο αν δεν κάνεις ότι σου λένε….
Στο κάτω-κάτω οι άνθρωποι κατά τεκμήριο, ξέρουν τι μπορεί να πάθουν, δεν περιμένουν από εμάς να τους το πούμε. Και αν δεν το ήξεραν, τους το έχουμε πει αρκετές φορές μέχρι τώρα.
Κατά τη γνώμη μου, η αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας, σαν αυτή του ασθενούς μου δεν εξηγείται με το να πούμε ότι αρνείται την ύπαρξη του προβλήματος.
Πιστεύω ότι δέχεται την ύπαρξη του προβλήματος, αλλά θεωρεί ότι ο ίδιος είναι δυνατότερος και δεν θα νικηθεί. Από την καθημερινή επιβεβαίωση, («και σήμερα δεν μου συνέβη τίποτα, παρά τα όσα λέτε!»), αντλεί δύναμη και ζωντάνια.
Νομίζω όμως ότι, από το να παραθέσω θεωρίες, είναι πιο ουσιαστικό και ενδιαφέρον να ακουσθεί πώς τοποθετείται ο καθένας μας απέναντι στο θέμα: «έχω πρόβλημα υγείας, παροδικό ή μόνιμο και μου ζητιέται να κάνω κάποια πράγματα γι αυτό»