Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

Οταν η σχέση βαλτώσει



Πριν από δύο ημέρες, στο ιατρείο που κάνω για παιδιά και νέους, ήρθε ο Νίκος.

Ο Νίκος είναι γύρω στα τριάντα, έχει διαβήτη από 14 ετών και εγώ τον βλέπω τα τελευταία 5 χρόνια.

Δεν έχω προσωπική εικόνα του πώς ήταν τα πράγματα πιο παλαιά, εκείνο που ξέρω είναι ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια, όταν έρχεται στο Κέντρο (πάντα τυπικός στα ραντεβού του) γίνεται σχεδόν κάθε φορά ο ίδιος διάλογος:

- Τι κάνεις, πώς είσαι Νίκο;
- Καλά είμαι, όπως πάντα, δουλειά πολλή, ξέρετε πως είναι τα πράγματα (εργάζεται ως ταπετσιέρης).
- Μήπως αυτή τη φορά άρχισες να ελέγχεις το ζάχαρο σου;
- Σπάνια, μια φορά την εβδομάδα….. Δεν αρκεί ε; Τι ζάχαρο είχα σήμερα, πόσο βγήκε η γλυκοζυλιωμένη;
- Είναι και τα δύο ψηλά Νίκο, πώς να πέσει το ζάχαρο όταν δεν κάνεις δίαιτα και δεν έχεις και ιδέα του που κυμαίνονται οι τιμές σου.
- Δίκιο έχετε, τα έχουμε πει τόσες φορές άλλωστε! Θα προσπαθήσω πάντως να προσέχω περισσότερο.

Ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ, αλλά δεν έχει νόημα μια εκτενέστερη περιγραφή. Ο λόγος που το αναφέρω είναι γιατί ο Νίκος είναι ιδιαίτερα φιλικός, δείχνει να αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο της συμπεριφοράς του ως προς τη ρύθμιση του διαβήτη του, είναι έτοιμος να προσπαθήσει, αλλά δύο χρόνια τώρα, ίσως και παραπάνω, έχουμε μια από τα ίδια.

Δεν έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν δυνατότητες για μια πιο εις βάθος συζήτηση. Η προσπάθεια διερεύνησης του γιατί δεν κάνει τίποτε περισσότερο από τα άκρως απαραίτητα, αρχίζει και τελειώνει με κάτι σαν «ναι μωρέ αλλά τελικά μπλέκω με τη δουλειά, ή με την παρέα και εντάξει δεν γίνεται τίποτα».

Όπως ήδη ανέφερα είναι τυπικότατος στα ραντεβού στο Ιατρείο, στο να κάνει τις γενικές εξετάσεις όταν αυτό του ζητηθεί ή έστω και με καθυστέρηση, στο να πάει στον οφθαλμίατρο για έλεγχο.

Προχθές, μου πέρασε η ιδέα ότι, με το να έρχεται σε μένα κάθε τρεις μήνες, μπορεί γι αυτόν να σημαίνει, ότι δεν θα πάθει τίποτε, μια και παρακολουθείται τακτικά από διαβητολόγο, έστω και αν αυτός δεν κάνει τίποτα.

Κάτι ανάλογο με αυτό που πιστεύουν ορισμένοι δήθεν θρησκευόμενοι, ότι δηλαδή αν εξομολογηθείς σε παπά την αμαρτία πού έκανες, αυτή παραγράφεται, είναι σαν να μην έγινε.

Μπορεί και εγώ να συντηρώ αυτή την πεποίθηση με την κατανόηση και την ανεκτικότητα μου.

Γιατί άσχετα αν κάθε φορά επαναλαμβάνω το ότι δεν θα έπρεπε να πίνει 4 μπύρες σχεδόν κάθε μέρα, το ότι δεν μπορεί να ρυθμισθεί το ζάχαρο αν το μετράει μια φορά την εβδομάδα και ότι είναι επικίνδυνο να περιφέρεται με το μηχανάκι του, χωρίς να έχει ιδέα αν έχει υπογλυκαιμία ή όχι, συνεχίζω και τον βλέπω κάθε τρεις μήνες.

Έτσι την τελευταία φορά , όταν φεύγοντας με χαιρέτησε με το συνηθισμένο άνετο, εγκάρδιο χαμόγελο, λέγοντας : «θα είσαστε εδώ τον Αύγουστο για να κλείσω ραντεβού;» επιστράτευσα τη δύναμη μου και με ήπιο αλλά σταθερό τόνο, του είπα: «δεν νομίζω ότι έχει νόημα να ξαναέρθεις, δεν βλέπω να μπορώ να σε βοηθήσω , θα ήταν καλύτερα να έβλεπες κάποιον άλλον που θα είχε καλύτερα αποτελέσματα».

Δεν το έκανα για να εκβιάσω την κατάσταση, δεν ένοιωθα ότι με κούρασε ούτε ότι με θύμωνε η στάση του. Πίστευα ότι έπρεπε , εγώ τουλάχιστον, να έχω το θάρρος να αναγνωρίσω την αποτυχία αυτής της θεραπευτικής σχέσης.

Η σχέση γιατρού-ασθενούς δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής με κριτήριο το αν και οι δύο νοιώθουν άνετα μέσα σε αυτήν. Όλα αυτά είναι επιθυμητά , αλλά αν η κατάσταση υγείας του ασθενούς δεν βελτιώνεται ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει ρύθμιση του σακχάρου, η σχέση είναι αναποτελεσματική .

Η έκπληξη του Νίκου ήταν αναμενόμενη. Άσχετα με το τι θα έλεγα ή θα εξηγούσα εγώ, αυτός εισέπραττε απόρριψη.

«Έχετε δίκιο δεν κάνω τίποτα…..» δεν τον άφησα να ολοκληρώσει γιατί δεν ήθελα να κάτσει πάνω στην ερμηνεία, του «με βαρέθηκε γιατί δεν είμαι σωστός».

Άλλωστε δεν πρόκειται για αυτό, νομίζω ότι και εγώ με την ανεκτικότητα μου και την οποιαδήποτε κατανόηση του έχω δείξει, δεν τον βοηθάω στο να μπει σε ένα πρόγραμμα πειθαρχίας, ανάλογο με αυτό που έχει στην δουλειά του.

Παρά το ότι λογικά είμαι πεπεισμένη ότι έκανα τη σωστή κίνηση, αισθάνομαι σαν «να του την έφερα» και να τον άφησα ξεκρέμαστο.

Του είπα ότι θα του συστήσω σε ποιον συνάδελφο να πάει, ότι μπορεί να έρχεται να μας βλέπει όποτε θέλει κ.τ.λ.

Ο Νίκος δεν είναι μέσα στους νέους με τους οποίους έχω εγκαταστήσει κάποια πιο ουσιαστική σχέση. Η κατάλυση της θεραπευτικής μας επικοινωνίας, από αυτή την πρωτοβουλία μου, ήταν για μένα η αρχή ενός δύσκολου προβληματισμού, σχετικά με το αν, πότε και πως πρέπει να αφήνεις τον άλλον, (όταν αυτός είναι ο ασθενής σου).

Το ότι διαπιστώνεις ή υποθέτεις, ότι η πολύ καλή επικοινωνία σας αποτελεί καταφύγιο για τον ασθενή, τον ηρεμεί από το άγχος τού «δεν προσπαθώ», αντί να τον κινητοποιεί, είναι επαρκής λόγος για να κόψεις τις γέφυρες;

Δεν θα έκανα κάτι παρόμοιο με ένα έφηβο. Ξέρω ότι χρειάζεται να κρατήσω ανοικτό το κανάλι της επικοινωνίας μας, έτσι ώστε όταν περάσει η ηλικία της αντίδρασης, να ξαναδούμε τα πράγματα με άλλο μάτι.

Όταν όμως έχεις να κάνεις με κάποιον που έχει ήδη 15 χρόνια το νόσημα, είναι επαγγελματίας έχει οικογένεια, έχεις αφιερώσει 2-3 χρόνια για προσαρμογή και δεν αλλάζει τίποτα, παρά το γεγονός ότι του είχα επισημάνει την ματαιότητα μιας τέτοιας μη-συνεργασίας – τι νόημα έχει η διατήρηση αυτής της επικοινωνίας;

Ενώ τα σκέπτομαι όλα αυτά και λέω «δεν γινόταν αλλιώς», έχω μια πολύ πικρή αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Ναρκισσιστική αντίδραση που ίσως να δικαιολογείται από το ότι μου παρέπεμψαν τον Νίκο λέγοντας μου: «δες τον, αν και δεν νομίζω ότι θα έρχεται στα ραντεβού του».

Έχω ήδη πει ότι ερχόταν ανελλιπώς και στο τέλος εγώ τον έδιωξα. Διερωτώμαι τώρα: αυτό το σοκ θα λειτουργήσει θετικά;

Κυριακή, Μαΐου 06, 2007

Στην θέση του Άλλου



Διαβάζω τα αποτελέσματα μίας έρευνας που κάναμε, σαν Ομάδα Θεραπευτικής Εκπαίδευσης, μεταξύ Ελλήνων γιατρών και νοσηλευτών.

Η πλειονότητα συμφωνεί απόλυτα με το ότι:

· Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να ενημερώνουν αναλυτικά τους ασθενείς, και να τους βοηθούν να κάνουν οι ίδιοι επιλογές σχετικά με την φροντίδα του διαβήτη τους.
· Οι γιατροί θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η ύπαρξη του διαβήτη
· Οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με διαβήτη, θα πρέπει να εκπαιδεύονται σε μεθόδους επικοινωνίας με τον ασθενή.

Ακούω συνάδελφό μου να λέει στον ασθενή που έχει μπροστά του : «μα δεν μπορείτε επιτέλους να συνηθίσετε να βάζετε μόνο ένα κουτάλι λάδι στην σαλάτα σας , ώστε να χάσετε βάρος!»

Σε διάλειμμα τον βρίσκω να τρώει μια τυρόπιτα μεγέθους παντόφλας, λέγοντας μου ότι είναι η δεύτερη από το πρωί, αλλά «τι να κάνω μου είναι αδύνατον να αντισταθώ».

Η κόρη του ασθενούς μου, με παροτρύνει να τον νουθετήσω στο να χάσει βάρος.

Η ίδια είναι πολύ πιο παχύσαρκη και ξέρει ότι, αν παραμείνει σε αυτά τα κιλά, έχει λόγω κληρονομικότητας αυξημένη πιθανότητα να παρουσιάσει διαβήτη.

Όμως ανάλογα παραδείγματα βλέπουμε και εκτός του χώρου της Ιατρικής.

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας που δείχνει το πόσο δυσαρεστημένοι είναι οι Έλληνες με την ποιότητα των ειδήσεων των διαφόρων καναλιών. Κι όμως παρακολουθούν ακριβώς αυτά τα κανάλια τα οποία απορρίπτουν.

Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι, κρίνουν κατακρίνουν, νουθετούν «βάζουν τα πράγματα στη θέση τους», εξανίστανται με αυτά που βλέπουν στους άλλους, με απίστευτη ευκολία – χωρίς ποτέ να κάνουν οι ίδιοι οιαδήποτε αυτοκριτική σχετικά με την συμπεριφορά τους.

Μοιάζει να λειτουργούν σαν ο εγκέφαλος τους να ήταν δύο σκληροί δίσκοι, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Οι συνάδελφοι απάντησαν με ειλικρίνεια στο ερωτηματολόγιο. Αν όμως o ασθενής τους ζητήσει να κάνει αυτός τις επιλογές του σχετικά με την θεραπευτική προσέγγιση του, οι περισσότεροι από αυτούς θα έβγαιναν από τα ρούχα τους. Θα το θεωρούσαν αδιανόητο και παράτολμο.

Δεν ισχυρίζομαι ότι είτε ο συγγενής είτε ο γιατρός πρέπει κατ’ανάγκη να ακολουθήσει ο ίδιος το διαιτολόγιο που προτείνει στον άλλον, αλλιώς δεν έχει δικαίωμα να μιλάει.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το πόσο δεν αντιλαμβάνονται την δυσκολία του εγχειρήματος, όταν οι ίδιοι είναι ανίκανοι να το ακολουθήσουν.

Καταλαβαίνω, στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει απλώς αντιλαμβάνομαι γνωστικά το τι γίνεται. Σημαίνει: μπορώ να νοιώσω την δυσκολία, να βιώσω όπως ο άλλος την αδυναμία και την απογοήτευση που προκύπτει από αυτήν.

Σε τελευταία ανάλυση, έχοντας κατανοήσει, δεν θα αλλάξουμε κάτι στην ουσία των πραγμάτων που πρέπει να γίνουν (αναφέρομαι στις ιατρικές οδηγίες). Θα τις δώσουμε όμως με ένα τρόπο που να περιέχει την κατανόηση της δυσκολίας, χωρίς κριτική και απόρριψη και κυρίως χωρίς την απαξίωση προς τον άλλον επειδή δεν τα κατάφερε.

Έτσι μπορεί να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε, είτε σαν γιατροί, αν πρόκειται για ιατρική σχέση, είτε σαν φίλοι, σύντροφοι ή απλώς συνομιλητές.

Ο καθένας μας κουβαλάει μερικές θεωρίες και ξεκαθαρισμένες θέσεις σχετικά με τα θέματα που απασχολούν την ζωή μας. Ακούω ανθρώπους που γνωρίζω καλά, να αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με κάποιο θέμα και πολύ συχνά σκέφτομαι : «Μα σε ποιόν τα λέει αυτά, αυτός δεν είναι που στην ανάλογη περίπτωση συμπεριφέρθηκε ακριβώς με τον τρόπο που τώρα κατακρίνει;».

Είναι δύσκολο να βλέπουμε τα πράγματα και από την θέση του Άλλου. (Παρ’ όλο που αυτή είναι η βάση κάθε ηθικής σκέψης). Όταν μάλιστα η θέση του Άλλου είναι δύσκολη, δυσάρεστη, βεβαρημένη, τότε επιπλέον το φοβόμαστε.

Δεν θέλουμε να φανταστούμε ότι μπορεί να βρεθούμε σε μια ανάλογη δύσκολη θέση, είτε αυτό λέγεται αρρώστια, είτε διαζύγιο, είτε επαγγελματική αποτυχία.

ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ!

Λέμε λοιπόν στον άλλον τι πρέπει να κάνει και θέλουμε να το κάνει γρήγορα και αποτελεσματικά, γιατί έτσι το ξορκίζουμε και από πάνω μας.

Έτσι, όταν αυτό που ξορκίζαμε μας συμβεί, είμαστε εντελώς ανυπεράσπιστοι και ευάλωτοι.

Διερωτώμαι αν, συμμεριζόμενοι την δυσκολία και την ενδεχόμενη αποτυχία ανθρώπων γύρω μας, θα μπορούσαμε να έχουμε καλλιεργήσει και κάποιες δικές μας άμυνες. Με αυτόν τον τρόπο και θα τους είχαμε προσφέρει πιο αποτελεσματική βοήθεια – ενώ παράλληλα θα είχαμε βοηθήσει και τον εαυτό μας.