Να προχωρήσω;
Πριν από μερικές μέρες, ήρθε στο γραφείο μου μια νέα γυναίκα που εργάζεται στο λογιστήριο του νοσοκομείου. Είχε ζητήσει να με δει για «προσωπικό» θέμα και έδειχνε αμήχανη και σαν να είχε μετανιώσει που είχε έρθει.
Με αρκετή δυσκολία ξεκίνησε λέγοντας: «έχω γνωρίσει εδώ και μερικούς μήνες κάποιον νέο ο οποίος έχει από μικρό παιδί διαβήτη. Ήθελα να σας ρωτήσω να συνεχίσω μαζί του ή θα έχω προβλήματα στο μέλλον, τι πιθανότητες υπάρχουν, τώρα είναι 36 χρονών, σε δέκα χρόνια από τώρα να έχει σοβαρές επιπλοκές, μια και έχει ήδη 20 χρόνια διαβήτη;
Την στιγμή που ολοκλήρωνα την ερώτηση: εσύ τον αγαπάς; συνειδητοποίησα ότι αυτό που ρώταγα δεν είχε νόημα, γιατί αν ήταν ερωτευμένη, δεν θα έκανε αυτή τη συζήτηση μαζί μου. Η απάντηση της το επιβεβαίωσε, αλλά ταυτόχρονα μου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα.
- Δεν πρόκειται για τρελό έρωτα, από τις δύο μεριές. Γνωριστήκαμε πριν από 6 μήνες, περνάμε πολύ καλά μαζί, ταιριάζουμε ερωτικά και ενδιαφέρεται πολύ ο ένας για τον άλλον. Μου είπε από την αρχή για το διαβήτη, πράγμα που εκτίμησα πάρα πολύ.
Δεν ζήταγε εγγύηση για το μέλλον, ήθελε να ξέρει τι πιθανότητες υπάρχουν όταν αυτή θα είναι 40 και ο άνδρας της 46 ετών και θα έχουν ένα ή δύο μικρά παιδιά, να αντιμετωπίζει μια δική του αρχόμενη νεφρική ανεπάρκεια ή την απειλή ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Την ρώτησα , αν σου έλεγα ότι έχει πολλές πιθανότητες να έχει κάποια επιπλοκή, θα διέκοπτες τώρα τη σχέση σου;
Η απάντηση της με ξαλάφρωσε «δεν νομίζω».
Η δική μου αίσθηση ήταν ότι τον αγαπούσε περισσότερο από ότι μου είχε δηλώσει, ότι είχε ήδη πάρει την απόφαση της αλλά, για να είναι εντάξει με τον εαυτό της, ήθελε να έχει και μια έγκυρη γνώμη.
Η παράθεση στατιστικών στοιχείων δεν βοηθάει καθόλου σε παρόμοιες περιπτώσεις, από την άλλη θεωρώ αντιδεοντολογικό να επηρεάσω κάποιον με προτροπές του τύπου «προχώρα όλα θα πάνε καλά» ή και το αντίθετο «καλύτερα μην μπλέξεις», άσε που δεν νομίζω ότι θα έχουν καθοριστική βαρύτητα, αλλά μπορεί να προκαλέσουν έντονη σύγχυση.
Πήρα πληροφορίες σχετικά με το πώς ο φίλος της, χειρίζεται το ζάχαρο του, με το αν έχει κάποιες επιπλοκές και τι έχουν συζητήσει γύρω από το θέμα. Μου είπε μάλιστα ότι θα ήθελαν να έρθουν και οι δύο να με δουν και να τον παρακολουθώ από και πέρα.
Της έδωσα μια ενθαρρυντική προοπτική, με δεδομένο ότι πρόκειται για κάποιον που έχει καλή ρύθμιση, άρα καταρχήν μπορεί κανείς να πιστεύει ότι , εφόσον δεν έχει κάνει σημαντικές επιπλοκές μέχρι τώρα, δεν θα έχει και στο μέλλον. Εστίασα περισσότερο σε αυτό που η ίδια φαίνεται να νοιώθει, ότι δηλαδή βρίσκεται με κάποιον που την καταλαβαίνει, νοιάζεται γι αυτήν (έχω την εντύπωση από τη σύντομη συζήτηση μας ότι αυτό είναι κάτι καινούργιο γι αυτήν) και που μέσα σε όλα τα άλλα έχει και διαβήτη. Της τόνισα ότι κανείς βεβαίως δεν μπορεί να πάρει απόφαση για λογαριασμό της και ότι όποια και να είναι η απόφαση της, να είναι δική της και όχι αποτέλεσμα πιέσεων από το περιβάλλον της.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια, είχα «ξεκάθαρες αλήθειες» μέσα στο μυαλό μου, σχετικά με τους ασθενείς μου και την σχέση μου με αυτούς. Πίστευα ότι μπορούσα να σηκώνω μαζί τους το φορτίο του διαβήτη, ότι θα έπρεπε όλοι να μπορούν να κοινοποιούν το πρόβλημα της υγεία τους, άσχετα με το πόσο αποδεκτό θα γίνει αυτό από τους άλλους και πολλά άλλα παρόμοια.
Θέλω να πιστεύω ότι , μετά από δουλειά με τον εαυτό μου, έχω μια πιο ουσιαστική και ρεαλιστική εικόνα για το πόσο μπορώ να βοηθήσω.
Η επίσκεψη αυτής της γυναίκας, που ανήκει στην άλλη όχθη, όχι αυτή των ασθενών μου, μου έδειξε πόσο πολύπλοκη και πολυσήμαντη είναι η διαχείριση παρόμοιων καταστάσεων.
Γιατί πρέπει να πω ότι δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση στο τι θα της έλεγα αν επρόκειτο για τον ίδιο νέο άνδρα, με ήδη εγκαταστημένες επιπλοκές.
Γιατί το τι θα έλεγα σε αυτή τη γυναίκα , είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το τι λέω στους νέους με διαβήτη τύπου1 που παρακολουθώ, και πόσο ειλικρινής και γνήσια είμαι μαζί τους. Όταν εκείνους τους ενθαρρύνω να προχωρούν, πώς θα μπορούσα να της πω το αντίθετο;