Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Να προχωρήσω;



Πριν από μερικές μέρες, ήρθε στο γραφείο μου μια νέα γυναίκα που εργάζεται στο λογιστήριο του νοσοκομείου. Είχε ζητήσει να με δει για «προσωπικό» θέμα και έδειχνε αμήχανη και σαν να είχε μετανιώσει που είχε έρθει.

Με αρκετή δυσκολία ξεκίνησε λέγοντας: «έχω γνωρίσει εδώ και μερικούς μήνες κάποιον νέο ο οποίος έχει από μικρό παιδί διαβήτη. Ήθελα να σας ρωτήσω να συνεχίσω μαζί του ή θα έχω προβλήματα στο μέλλον, τι πιθανότητες υπάρχουν, τώρα είναι 36 χρονών, σε δέκα χρόνια από τώρα να έχει σοβαρές επιπλοκές, μια και έχει ήδη 20 χρόνια διαβήτη;

Την στιγμή που ολοκλήρωνα την ερώτηση: εσύ τον αγαπάς; συνειδητοποίησα ότι αυτό που ρώταγα δεν είχε νόημα, γιατί αν ήταν ερωτευμένη, δεν θα έκανε αυτή τη συζήτηση μαζί μου. Η απάντηση της το επιβεβαίωσε, αλλά ταυτόχρονα μου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα.

- Δεν πρόκειται για τρελό έρωτα, από τις δύο μεριές. Γνωριστήκαμε πριν από 6 μήνες, περνάμε πολύ καλά μαζί, ταιριάζουμε ερωτικά και ενδιαφέρεται πολύ ο ένας για τον άλλον. Μου είπε από την αρχή για το διαβήτη, πράγμα που εκτίμησα πάρα πολύ.

Δεν ζήταγε εγγύηση για το μέλλον, ήθελε να ξέρει τι πιθανότητες υπάρχουν όταν αυτή θα είναι 40 και ο άνδρας της 46 ετών και θα έχουν ένα ή δύο μικρά παιδιά, να αντιμετωπίζει μια δική του αρχόμενη νεφρική ανεπάρκεια ή την απειλή ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου.

Την ρώτησα , αν σου έλεγα ότι έχει πολλές πιθανότητες να έχει κάποια επιπλοκή, θα διέκοπτες τώρα τη σχέση σου;

Η απάντηση της με ξαλάφρωσε «δεν νομίζω».

Η δική μου αίσθηση ήταν ότι τον αγαπούσε περισσότερο από ότι μου είχε δηλώσει, ότι είχε ήδη πάρει την απόφαση της αλλά, για να είναι εντάξει με τον εαυτό της, ήθελε να έχει και μια έγκυρη γνώμη.

Η παράθεση στατιστικών στοιχείων δεν βοηθάει καθόλου σε παρόμοιες περιπτώσεις, από την άλλη θεωρώ αντιδεοντολογικό να επηρεάσω κάποιον με προτροπές του τύπου «προχώρα όλα θα πάνε καλά» ή και το αντίθετο «καλύτερα μην μπλέξεις», άσε που δεν νομίζω ότι θα έχουν καθοριστική βαρύτητα, αλλά μπορεί να προκαλέσουν έντονη σύγχυση.

Πήρα πληροφορίες σχετικά με το πώς ο φίλος της, χειρίζεται το ζάχαρο του, με το αν έχει κάποιες επιπλοκές και τι έχουν συζητήσει γύρω από το θέμα. Μου είπε μάλιστα ότι θα ήθελαν να έρθουν και οι δύο να με δουν και να τον παρακολουθώ από και πέρα.

Της έδωσα μια ενθαρρυντική προοπτική, με δεδομένο ότι πρόκειται για κάποιον που έχει καλή ρύθμιση, άρα καταρχήν μπορεί κανείς να πιστεύει ότι , εφόσον δεν έχει κάνει σημαντικές επιπλοκές μέχρι τώρα, δεν θα έχει και στο μέλλον. Εστίασα περισσότερο σε αυτό που η ίδια φαίνεται να νοιώθει, ότι δηλαδή βρίσκεται με κάποιον που την καταλαβαίνει, νοιάζεται γι αυτήν (έχω την εντύπωση από τη σύντομη συζήτηση μας ότι αυτό είναι κάτι καινούργιο γι αυτήν) και που μέσα σε όλα τα άλλα έχει και διαβήτη. Της τόνισα ότι κανείς βεβαίως δεν μπορεί να πάρει απόφαση για λογαριασμό της και ότι όποια και να είναι η απόφαση της, να είναι δική της και όχι αποτέλεσμα πιέσεων από το περιβάλλον της.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια, είχα «ξεκάθαρες αλήθειες» μέσα στο μυαλό μου, σχετικά με τους ασθενείς μου και την σχέση μου με αυτούς. Πίστευα ότι μπορούσα να σηκώνω μαζί τους το φορτίο του διαβήτη, ότι θα έπρεπε όλοι να μπορούν να κοινοποιούν το πρόβλημα της υγεία τους, άσχετα με το πόσο αποδεκτό θα γίνει αυτό από τους άλλους και πολλά άλλα παρόμοια.

Θέλω να πιστεύω ότι , μετά από δουλειά με τον εαυτό μου, έχω μια πιο ουσιαστική και ρεαλιστική εικόνα για το πόσο μπορώ να βοηθήσω.

Η επίσκεψη αυτής της γυναίκας, που ανήκει στην άλλη όχθη, όχι αυτή των ασθενών μου, μου έδειξε πόσο πολύπλοκη και πολυσήμαντη είναι η διαχείριση παρόμοιων καταστάσεων.

Γιατί πρέπει να πω ότι δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση στο τι θα της έλεγα αν επρόκειτο για τον ίδιο νέο άνδρα, με ήδη εγκαταστημένες επιπλοκές.

Γιατί το τι θα έλεγα σε αυτή τη γυναίκα , είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το τι λέω στους νέους με διαβήτη τύπου1 που παρακολουθώ, και πόσο ειλικρινής και γνήσια είμαι μαζί τους. Όταν εκείνους τους ενθαρρύνω να προχωρούν, πώς θα μπορούσα να της πω το αντίθετο;


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2007

Οι πληγωμένοι που πληγώνουν



Κάθε πρωί, για να πάω στο νοσοκομείο, περνάω με το αυτοκίνητο μου μπροστά από ένα οίκημα του ΟΚΑΝΑ στην Καποδιστρίου, λίγο πριν από την Σωκράτους. Βρίσκομαι εκεί γύρω στις 08.15. Κάθε μέρα βλέπω στην είσοδο του κτιρίου καμιά δεκαριά χρήστες. Άλλοι κάθονται στα σκαλιά, άλλοι γύρω από την είσοδο. Φαίνεται ότι δεν έχουν έρθει ακόμα οι υπεύθυνοι.

Δεν νομίζω ότι πρόκειται για μονάδα απεξάρτησης, γιατί είναι άτομα, άνδρες επί το πλείστον, σχετικά μεγάλης ηλικίας. Έχω σκεφθεί μήπως πρόκειται για κάποιον από τους σταθμούς χορήγησης μεθαδόνης, σε αυτούς που δεν υπάρχει ελπίς να απεξαρτηθούν. Τουλάχιστον να παίρνουν την υποκατάστατη ουσία νόμιμα.

Προχθές τους παρακολουθούσα όσην ώρα περίμενα μπροστά στο κόκκινο φανάρι. (Πάντα με σταματάει εκεί το κόκκινο). Ενώ συνήθως βλέπω αποστεωμένους μεσήλικες (μήπως φαίνονται πολύ μεγαλύτεροι λόγω της χρήσης;) με χαρακιές, πρησμένα χέρια, μακριά βρώμικα μαλλιά και ρούχα κουρέλια – χθες είδα και δύο πολύ νεότερα παιδιά.

Τράβηξαν την προσοχή μου όχι μόνο επειδή ήταν νεώτεροι από τους άλλους αλλά κυρίως γιατί ήταν όμορφα παιδιά.

Ένοιωσα μεγάλη θλίψη που τους είδα εκεί και μέχρι να φτάσω στο πάρκινγκ και μετά στο νοσοκομείο, σκεφτόμουνα αυτό που μου έρχεται πάντα στο νου σε ανάλογες περιπτώσεις : ότι αυτός ή αυτή, υπήρξε κάποτε παιδί για το οποίο κάποια μάνα έκανε όνειρα για το μέλλον του και τώρα είναι στην Ομόνοια με μισόκλειστα μάτια να ζητιανεύει για την επόμενη δόση.

Τι φταίει; Γιατί αυξήθηκε ο αριθμός των χρηστών τόσο πολύ; Τι θα μπορούσε να γίνει; Σίγουρα τα μέχρι τώρα προγράμματα ελάχιστα αποδίδουν… Μέχρι που έφτασα στο τμήμα μου.

Μετά από μερικές ώρες με φωνάξανε στο ΤΕΠ (Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών). Ήταν η ημέρα που ήμουν συντονίστρια εφημερίας και έπρεπε να ενημερωθώ σχετικά με την διάθεση των κρεβατιών του νοσοκομείου.

Στο ΤΕΠ γινότανε χαμός. Δύο ηλικιωμένοι με εγκεφαλικό, στο διπλανό κρεβάτι μια νέα γυναίκα με οξύ έμφραγμα (έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί κρεβάτι και να μεταφερθεί σε μονάδα) κάποιος άλλος με κωλικό βόγκαγε από τους πόνους και δεν ξέρω και τι άλλο υπήρχε.

Και μέσα σε όλα αυτά, ένας άνδρας γύρω στα 40 να φωνάζει και να βρίζει τους πάντες γιατί, όπως έλεγε: «τι μου κάνατε και ενώ περίμενα να την ‘ακούσω’ με καταστρέψατε!».

Τον είχανε βρει σωριασμένο αναίσθητο, λίγο παρακάτω, τον έφεραν στο Νοσοκομείο, του έγινε ένεση που μπλοκάρει τη δράση της ηρωίνης και τώρα έβριζε τους πάντες γιατί πήγε χαμένη η δόση του και δεν τον άφησαν στο χάσιμο του.

Δεν είναι μόνο που φώναζε και έβριζε, αλλά χτυπιόταν πάνω στο κρεβάτι και λόγω του ότι ήταν ακόμα υπό την επήρεια του ναρκωτικού, ή έπεφτε κάτω ή έπαιρνε φόρα και εκσφενδονιζόταν στον απέναντι τοίχο.

Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αποσυντονίζονται όλοι όταν, από τη μια έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά επείγοντα ιατρικά περιστατικά και από την άλλη πρέπει κάποιος να κρατάει τον άνθρωπο αυτόν για να μην χτυπήσει και ανοίξει το κεφάλι του.

Ας σημειωθεί ότι το νοσηλευτικό προσωπικό ούτε κατά διάνοια επαρκεί για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του ΤΕΠ.

Όλη την ώρα που χρειάσθηκε να παραμείνω στα Επείγοντα, είχα αρχίσει να αγανακτώ με αυτόν τον άνθρωπο που δημιουργούσε πρόβλημα, δεν μας άφηνε να ασχοληθούμε με αυτούς που η αρρώστια τους βρήκε – δεν την έψαξαν!

Σκεπτόμουνα τι νόημα έχει να κάνουμε οτιδήποτε. Μόλις βγει, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να κοιτάξει να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του.

Πόσο εύκολο και ανώδυνο είναι να γίνονται τηλεοπτικές συζητήσεις με ευαισθησία κοινωνικού τύπου, για την «μάστιγα των ναρκωτικών» και το πρόβλημα όλων αυτών των «παιδιών».

Αισθανόμουνα ενοχές που έβλεπα τα πράγματα μέσα από αυτό το πρίσμα και ταυτόχρονα σκεπτόμουν: ας είχαμε την δυνατότητα να περιθάλψουμε και να φροντίσουμε τα περιστατικά που έχουμε τώρα εδώ μέσα… και θα βλέπαμε μετά πόση ευαισθησία απομένει για τον άλλον που φωνάζει στην νοσηλεύτρια: «μωρή σκρόφα τι μου έκανες»!

Ευτυχώς, δεν χρειάσθηκε να κάτσω για πολύ.

Το μεσημέρι, φεύγοντας πέρασα από τη Γερανίου. Ακουμπισμένο σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο ένα κορίτσι γύρω στα 20, με τρύπες και χαλκάδες στη μύτη, με σημάδια από παλιές κακοφορμισμένες ενέσεις στα χέρια, ντυμένο για να σηματοδοτήσει ανάλογα, κάνει πεζοδρόμιο, προφανώς για την εξασφάλιση της επόμενης δόσης.

Ένοιωσα πάλι μεγάλη λύπη. Θα ήθελα να μπορούσα κάτι να κάνω. Προσπέρασα ξέροντας πολύ καλά ότι το θέμα είναι τεράστιο και είναι αφελές να το βλέπει κανείς με κριτήρια καλού Σαμαρείτη.

Μου ήρθε βέβαια στο μυαλό ο τύπος του ΤΕΠ και κατέληξα με την σκέψη: «τι να πω; δεν ξέρω».